Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Σούλης Λιάκος, "Από καλό κι από κακό"


(Νικηφόρος Λύτρας, "Κάλαντα", 1872)


Από καλό κι από κακό

Από καλό κι από κακό
σκοτάδι τρύπιο είναι το φως
φωνή μου πού νυχτώνεις.

Η φωνή μου ακουμπάει στην ελιά
και τυλιγμένη στην προβιά
ξεχειμωνιάζει.

Πότε ο αέρας πάλι
αχ αεράκι μου
πότε ο αέρας πάλι
το αδερφάκι μου
πότε θα με φυσήξει
θα με γλυκοξυπνήσει
πότε ασώματες μορφές
και στοχασμοί πολεμιστές
θα μ’ ανταμώσουν.

Από καλό κι από κακό
στοιχειώνει μέσα μου το φως
σ’ ένα βαθύ πηγάδι

και γυρίζει με στιχάκια στην ποδιά
με μιαν ολόχρυση προβιά
κι ένα κοντάρι.



Από τον δίσκο «ΤΟ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΒΟΥΝΟ»
Στίχοι - μουσική: Σούλης Λιάκος
Πρώτη εκτέλεση: Δημήτρης Ζερβουδάκης

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

Τάσος Λειβαδίτης, "Βιολέτες για μια εποχή"




TO ΦΕΥΓΑΛΕΟ ΚΑΜΠΑΝΑΡΙΟ

Κάθε πρωί ξυπνώντας κρατάω τα κλειδιά ενός κόσμου που βασίλεψα μέσα στ’ όνειρο,
οι μύγες τρέχουν ταραγμένες σαν κάτι πολύ σπουδαίο να έχουν μόλις πληροφορηθεί
οι φτωχοί όταν τους ταπεινώνουν κοιτάζουν στο βάθος του καπέλου τους σα να ’ναι εκεί προφυλαγμένη η αληθινή τους ζωή
πρόσωπα λησμονημένα που δε θέλουν να πεθάνουν
τοπία εντελώς αδιάφορα σαν εκείνους που λένε πολλά
θυμάμαι, παιδί, τα τζιτζίκια ή τις μέλισσες κι ύστερα τους χαμένους συντρόφους εδώ κι εκεί
κάποτε πιάναμε φιλίες με το άγνωστο πίσω απ’ τον καναπέ
αργότερα έφτασε μια νύχτα να τραβήξεις την κουρτίνα για ν’ αντικρίσεις όλο το ανεπίστρεπτο
κι αυτή η αλλόκοτη ευδαιμονία που νιώθεις καμιά φορά, ακόμα κι όταν όλα γύρω σου έχουν γίνει στάχτη – ίσως αυτό είναι ο Θεός
οι αναμνήσεις δεν έχουν οίκτο, η σιωπή είναι η μόνη ελευθερία
η ματαιότητα είναι ένας κήπος όπου παίζουμε τους αθάνατους
μαντίλια αποχαιρετισμού ανεμίζουν στο βάθος – ποιός φεύγει; τι σημασία έχει,
η μητέρα κι ο πατέρας πέθαναν, τ’ αδέρφια πέθαναν, περάσαν τα χρόνια – ούτε τα φαντάσματά τους δεν εμφανίζονται πια,
λοιπόν, γιατί απορείτε που βιάζομαι; είναι μια γνωριμία από μιαν άλλη ζωή και τρέχω να την ξαναβρώ,
στον καθένα μας υπάρχει ένα έγκλημα που το ’χουμε ξεχάσει – αλλά φοβόμαστε τον ύπνο
ο νέος που υπήρξα πεθαίνει ακόμα μες στους καθρέφτες
κι άλλοτε «θα χιονίζει στη Σιβηρία» σκέφτομαι, αλλά θα μου πείτε τι μ’ ένοιαζε – λάθος, γιατί εγώ είμαι διεθνιστής και κρυώνω
η ζωή μας στη διάθεση των άλλων σαν την επιγραφή ενός τάφου
αλλά όταν εν’ αστέρι πέφτει το βράδυ, φέρνει ειδήσεις στα παιδιά
ή όταν φεύγουν τα πουλιά το φθινόπωρο, ποιος θα χτυπήσει φιλικά στον ώμο το φυλακισμένο
και συχνά τις νύχτες οι νεκροί σύντροφοι παραμερίζουν με κόπο τη λήθη για να μου στείλουν λίγα δάκρυα,
κόσμος μικρόψυχος που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα πάνω απ’ το δέντρο που βρέχεται –
ο ήχος ενός σφυριού την ώρα που βραδιάζει, η μυρουδιά ενός μουσκεμένου κήπου, κάποιος περαστικός – πράγματα απόμακρα ή ξένα που κάποτε θα τα θυμηθείς με πόνο
κι αυτή η μυστική εύνοια που σου χαρίζεται όταν σ’ έχουν όλοι εγκαταλείψει
λοιπόν, ποιος είμαι; ποιος είσαι; καιρός να γνωριστούμε καλύτερα – ένα καμπαναριό φεύγει μες στα σύννεφα
ω, ας μην τελειώσει αυτή η νύχτα που διαβαίνω – που διαβαίνω ανυπεράσπιστος κι ωραίος...



ΑΝΤΙΟ

Κάποτε μια νύχτα θ’ ανοίξω τα μεγάλα κλειδιά των τρένων για να περάσουν οι παλιές μέρες
οι κλειδούχοι θα ’χουν πεθάνει, στις ράγιες θα φυτρώνουν μαργαρίτες απ’ τα παιδικά μας πρωινά
κανείς δεν έμαθε ποτέ πώς έζησα, κουρασμένος από τόσους χειμώνες
τόσα τρένα που δε σταμάτησαν πουθενά, τόσα λόγια που δεν ειπώθηκαν
οι σάλπιγγες βράχνιασαν, τις θάψαμε στο χιόνι
πού είμαι; γιατί δεν παίρνω απάντηση στα γράμματά μου;
κι αν νικηθήκαμε δεν ήταν απ’ την τύχη ή τις αντιξοότητες, αλλά απ’ αυτό το πάθος μας για κάτι πιο μακρινό
κι ο αγέρας που κλείνει απότομα τις πόρτες και μένουμε πάντοτε έξω
όπως απόψε σε τούτο το έρημο τοπίο που παίζω την τυφλόμυγα με τους νεκρούς μου φίλους.

Όλα τελειώνουν κάποτε. Λοιπόν, αντίο! Τα πιο ωραία ποιήματα δε θα γραφτούν ποτέ…



Από τη συλλογή «Βιολέτες για μια εποχή», (1985)

Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

Eugenio Montale, "Η γλώσσα του Θεού"




Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Αν ο θεός είναι η γλώσσα, ο Ένας δημιουργός
κι άλλων πολλών
που στη συνέχεια τις ανακάτεψε
πώς θα μπορέσουμε να του αποταθούμε και πώς
να δεχτούμε ότι μίλησε ή ότι θα μιλήσει
πάντοτε κατά τρόπο δυσερμήνευτο – και τούτο πάντως
είναι καλύτερο απ το τίποτε. Σίγουρα
κάτι καλύτερο απ το τίποτε είμαστε κι εμείς
που μείναμε να τραυλίζουμε. Κι αλίμονο αν μια μέρα
οι φωνές λυθούν. Η γλώσσα,
είναι ή δεν είναι το τίποτε,
διαθέτει τα τεχνάσματά της.


μετάφραση: Νίκος Αλιφέρης


Από τη συλλογή «DIARIO DEL' 71», εκδόσεις Άγρα 2013

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

Άγγελος Σιλέσιος, "Χερουβικός οδοιπόρος"




Τέταρτο βιβλίο

27
Τί κάνουν οι μακάριοι, αν μπορεί κάποιος να πεί:
Ατενίζουν την αιώνια ωραιότητα δίχως διακοπή.


42
Τη Μαρία την ονομάζουν θρόνο και του Θεού σκηνή, 
Κιβωτό, πύργο, κάστρο, σπίτι, δέντρο, κήπο καθρέφτη και πηγή.
Θάλασσα, άστρο, Σελήνη, λόφο και χαραυγή:
Πώς μπορεί να είναι όλα μαζί; Ένας άλλος κόσμος είν αυτή.



Πέμπτο βιβλίο

23
Λένε πως γρήγορα φεύγει ο χρόνος: τον είδε κάποιος να πετά;
Ακίνητος στέκει στού κόσμου την αρμοδεσιά!


148
Στην αιωνιότητα θα γίνονται όλα ταυτοχρόνως:
Ούτε μέλλον ούτε παρελθόν όπως εδώ που χει 
το βασίλειο του ο χρόνος.


219
Άνθρωπε, μη μένεις άνθρωπος: πρέπει ν αγγίξεις την κορφή:
Στον Θεό μόνο οι Θεοί γίνονται δεχτοί.



Έκτο βιβλίο

41
Ο ήλιος όλα τα ζεσταίνει, και την πέτρα την πιο ψυχρή:
Αν τη ζεστασιά δεν νιώθεις, μάλλον έχεις πεθάνει εσύ.


215
Σού φαίνεται πως είσαι σπουδαίος: αχ αν υψωνόσουν πάνω
 απ τον δικό σου εαυτό
Και κοιταζόσουνα μετά — ένα ζώο θα βλεπες φριχτό.


244
Τόλμησε, χριστιανέ μου: όποιος δεν θέλει να υψωθεί
Σαν σκουλήκι μένει κολλημένος σ ένα σβώλο γη.


Μετάφραση: Θανάσης Λάμπρου


Από το βιβλίο «Χερουβικός Οδοιπόρος», εκδόσεις Περισπωμένη

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Μίλτος Σαχτούρης, "Τα λυπημένα Χριστούγεννα των ποιητών"




ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 1948


Σημαία
ακόμη
τα δίκανα στημένα στους δρόμους
τα μαγικά σύρματα
τα σταυρωτά
και τα σπίρτα καμένα
και πέφτει η οβίδα στη φάτνη
του μικρού Χριστού
το αίμα το αίμα το αίμα
εφιαλτικές γυναίκες
με τρυφερά κέρινα
χέρια
απεγνωσμένα
βόσκουν
στην παγωνιά
καταραμένα πρόβατα
με το σταυρό
στα χέρια
και το τουφέκι της πρωτοχρονιάς
το τόπι
ο σιδηρόδρομος της λησμονιάς
το τόπι του θανάτου



Με το πρόσωπο στον τοίχο, 1952.





Ο ΝΕΚΡΟΣ ΤΙΣ ΓΙΟΡΤΕΣ


Εδώ και πολλά χρόνια
σαν πλησιάζουν τα Χριστούγεννα
(αυτός) ο νεκρός γεννιέται μέσα μου
δε θέλει δώρα
δε θέλει χρήματα
πάγο και χρόνια
χιόνια και πάγο
σκισμένα ρούχα
αχνά παπούτσια
ο χρυσός νεκρός
θα βγει έξω
δεν τον γνωρίζει κανένας
τον αλήτη νεκρό
θα κάτσει στο πικρό καφενείο
να πιει τον καφέ του
κι ύστερα πάλι
σε λίγες μέρες

ήσυχα θα πεθάνει



Εκτοπλάσματα, 1986.





ΤΑ ΛΥΠΗΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ

στην Ελένη Θ. Κωνσταντινίδη


Είναι τα λυπημένα Χριστούγεννα 1987
είναι τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987
ναι, τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987!
σκέπτομαι τόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα…
Α! ναι είναι πάρα πολλά.
Πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Διονύσιος Σολωμός
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Νίκος Εγγονόπουλος
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Μπουζιάνης
πόσα ο Σκλάβος
πόσα ο Καρυωτάκης
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα
πέρασε ο Σκαλκώτας
πόσα
πόσα
Δυστυχισμένα Χριστούγεννα Ποιητών. 



Καταβύθιση, 1990.

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2013

Στρατής Πασχάλης, "Δύο χριστουγεννιάτικα ποιήματα"




ΜΑΓΟΙ


Σε λίγο θα ξημέρωνε – νύχτα των Χριστουγέννων∙
όλοι βαθιά κοιμόντουσαν και σώπαινε το σπίτι
και μόνο εγώ δεν έβρισκα ανάπαυλα στο στρώμα.
Κι όταν οι σκύλοι στις αυλές άρχισαν να γαυγίζουν
       – φρικτή ερωταπόκριση –
κατάκοπος σηκώθηκα, σύρθηκα ως τη σάλα
και κάθισα μες στο μισόφωτο του δωματίου.

Στη μέση το τραπέζι βαθυκόκκινο
και πίσω του ασήμιζε το φύλλωμα του Δέντρου
κι ένα γαλάζιο παγερό έφεγγε τις κουρτίνες.
Αφηρημένος κοίταζα
ώσπου αρχίσανε αργά
σκέψεις στο νου μου να ’ρχονται
αλλόκοτες και μαύρες
σκέψεις ενός που αισθάνεται πως όλοι κοιμηθήκαν
και μόνο αυτός δεν μπόρεσε να βρει το θάνατό του.

Και τότε βλέπει η σκέψη μου μιαν αυταπάτη:
μπήκε μες στο δωμάτιο κάτι σαν ένας γέρος,
ζητιάνος ή καλόγερος∙ έμοιαζε να ’χει έρθει
απ’ του χιονιού την έρημο∙ τα γένια του και τα μαλλιά,
μια καταχνιά του φεγγαριού∙ κουρελιασμένο
φόραγε το σάβανο σα ράσο
ένα κερί που τρέμιζε στο χέρι του κρατώντας.
Είπε: «Απόψε ο ήλιος άγγιξε
της άβυσσος τα χείλη
κι οι άνθρωποι τυλίγονται μες στις πτυχές του ύπνου
φέρνω τα σμύρνα, το χρυσό,
μα και ψυχές θερίζω».

Έξω η νύχτα έλαμπε∙ σηκώθηκα και βγήκα
μέσα στην κρύα μοναξιά μήπως και δω να φεύγει
με κουρασμένο ζωντανό ή με φτερά αγγέλου.
Κι είδα να χάνεται ψηλά (ή μήπως να γεννιέται)
ένα αστέρι που έπεσε, πάνε χιλιάδες χρόνια,
και μόλις τώρα έφτανε στα μάτια μου η λάμψη.


Από τη συλλογή «Βυσσινιές στο σκοτάδι», (1991).





ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ


Μια εκστρατεία πυγολαμπίδων μυρμηγκιάζει στο πράσινο
στην κορφή των κλαδιών φέγγει ένας πύργος
ο ρήγας και η ντάμα σε πάνινο λιβάδι
ο πρίγκιπας καθρεφτίζεται σε ασημένια σφαίρα
κρυστάλλινο λυχνάρι, το γοβάκι της ψυχοκόρης
η χορεύτρια περιστρέφεται σε χλωμό παγετώνα
ο μέλανας δρυμός γεμίζει πολυελαίους
η τούρτα των γενεθλίων, μνήμα χαρούμενο του πιερότου
εκκλησιές φορτωμένες κεριά, γοτθικά μανουάλια
μαλαματένιοι αστροναύτες κρεμασμένοι από μισοφέγγαρα
αμαξάκια περνούν κάπου έξω από την Πετρούπολη
κουτάκια με παράπονα αγγέλων
θησαυροί από χρυσόχαρτα σοκολάτας
ελαφάκια σε υψώματα ζάχαρης
και μες στη ρεματιά το πρόχειρο καλύβι,
η Μάνα το Μωρό και το κλειστό πακέτο

το ανοίγω και βλέπω το μυθιστόρημα
που θα ’θελα να γράψω
μου το ’χει χαρίσει ο Εχθρός μου
το διαβάζω σα να βλέπω ταινία
που όταν τελειώσει σβήνουν αργά τα φώτα
ξεσπούν χειροκροτήματα
βγαίνω έξω σε μια πολιτεία
στην άκρη του κόσμου
είναι μεσάνυχτα κι αντηχούν καμπάνες ρολογιών
χιονίζει


Από τη συλλογή «Κοιτάζοντας δάση», (2002).

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

Mάρκος Μέσκος, "Συντροφιά"




Το  σούρουπο  γυρίζουν  σπίτι  τα  νερά
αέρι   δρόμοι  σπαθί στο σπίτι. Ο  σκύλος
παίρνει  το  πόστο. Η άσπρη  χαρακιά του Γαλαξία
στον ουρανό. Ώρα  να  φυλάξουμε  καλά  τ’ όνειρο
μην  κρυώσει,  μην  λογιστεί  ακόμη  τα ξέφωτα.

…Καμιά φορά
πώς  ξεπηδάει  η  σύμπτωση! Εκεί  λοιπόν
στο  ξέφωτο  η   βαλανιδιά. Τα  φύλλα
της  βαλανιδιάς  με  τα κλωνιά
κι  αέρι  και  σκιά  και  μοιρολόι  και  μάνα
κανείς,  κανείς  μην  πει  πως  είναι  μόνος.



(Από τη συλλογή «ΑΛΟΓΑ  ΣΤΟΝ  ΙΠΠΟΔΡΟΜΟ»)

Σημείωση: Η γραφή του Μέσκου  είναι  πολυτονική. 

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου, "Επτά χαϊκού"





ΠΕΡΑΣΜΑ


Ήρθες Σεπτέμβρη,
βροχούλα του Οκτώβρη,
λήθη του Μάρτη.





ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΗ


Ψέματα σου ’πα
ότι δεν θα σ’ άλλαζα
με τη θάλασσα.





ΑΧΘΟΣ ΑΙΘΕΡΑ


Γαλάζιους σάκους
κουβαλά, μ’ αρώματα.
Τον λεν Μαΐστρο.





ΙΑΜΑΤΙΚΕΣ ΓΑΖΕΣ


Άνοιξες πάλι
πληγή μου, πηγούλα μου,
ρέουν στιχάκια.





ΔΙΑΣΠΟΡΑ


Το ένα σκορπά.
Παίρνεις το μερτικό σου.
Κομμάτια εγώ.





ΑΠΟΒΡΟΧΟ


Μετά τη βροχή
παντού μικρές λιμνούλες,
λιωμένα άστρα





ΧΡΟΝΟΣ


Οι μέρες πέφτουν
μ’ ορμή στο πρόσωπό μου
σα βιτριόλι.





(Το χαϊκού «Χρόνος» περιλαμβάνεται στη συλλογή «Furor Scribendi»,
εκδ. Ars Poetica 2013)

Στη εικόνα επάνω: Ζωγραφιά μανιταριών από τον Τσικούσο (1763-1830) και το χαϊκού «κάτι διασκεδαστικό» του Ρανγκιού (1798-1876): «Μετά την πυρά / σώθηκ’ η θράκα / ένα κόκκινο φύλλο». (Πηγή Βικιπαίδεια)


(Sakura, "Cherry Blossoms")

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

Νίκος Κωνσταντινίδης, "Μικρό αφιέρωμα"




*

Όταν πάρουν τη συλλογή μας,
το πρώτο που θα κάνουν είναι
ν’ αναζητήσουν δάνεια κι επιδράσεις.
Δανείστηκε από τον Σαραντάρη θα μας πουν
κι απ’ τον Μπεκέ, σαφώς, κάτι έχει πάρει.
Ερωτικός εδώ, κοινωνικός εκεί,
συνέπεια δεν υπάρχει.
Ύστερα πάσχει κι από σύνταξη.
Τέτοια, κι άλλα παρόμοια θα μας πουν.

Γι’ αυτό και μεις προσέχουμε,
δεν στέλνουμε παντού τα ποιήματά μας.
Τα στέλνουμε σ’ όσους δεν διάβασαν Μπεκέ και Σαραντάρη.
Σ’ όσους ακούν το λάλημα του σπίνου τον χειμώνα∙
το τραγούδι της βροχής τη νύχτα
στους έρημους δρόμους της πόλης.


(Από τη συλλογή «Οπτική γωνία 2», Θεσσαλονίκη 1978)





*

Είμαστε ξερό χορτάρι τώρα,
που πριν καιρό το θέρισαν
και μένει μόνο η καλαμιά.
Στη μέση το χωράφι τούτο
έχει μια χοντρή αγριαχλαδιά.
Φυσάει από το Φαλακρό ο αγέρας και τη ζώνει.
Βγαίνει ο ήλιος από το Κορίλοβο και τη φωτίζει.
Κρύβει τις σαύρες στον τραχύ κορμό της και τα έντομα.
Στήνουν τα μεσημέρια
τσαρδάκι τα σπουργίτια εκεί λαχανιασμένα,
φέρνει ο τσομπάνος το κοπάδι του.
Είμαστε ξερό χωράφι τώρα
μέσα στον Αύγουστο.


(Από τη συλλογή «Οπτική γωνία 4», Θεσσαλονίκη 1982)





*

Τίποτε άλλο δεν προσμένω τώρα.
Γυρνώ σαν τον συνταξιούχο
που δεν ξέρει τι να κάνει,
πού να πάει,
με ποιον να συζητήσει,
με ποιον να παίξει τάβλι στο ΚΑΠΗ.
Αδιάφορος κοιτώ τα νέα κορίτσια που περνούν
κι ας ήταν άλλοτε το πάθος μου
τώρα τις πόζες όλες φλου τις βγάζει η μηχανή.


(Από τη συλλογή «Οπτική γωνία 10», Θεσσαλονίκη 1991)





*

Κάποιες ώρες το “γιατί” μεγενθύνεται
κι αδυσώπητη γίνεται μπόρα.
Παίρνει στέγες, σαρώνει τα δέντρα
και ρημάζει τους τόπους.
Δίχως οίκτο των εντίμων τη γη καταστρέφει.
Σβολωμένοι κοιτάμε∙
κάθε πίστη μας μοιάζει
αγελάδα νεκρή σε λασπόνερα.

                                                      22-11-79


(Από τη συλλογή «ΛΗΚΥΘΟΣ», Θεσσαλονίκη 1999)





ΣΤΙΧΟΙ ΚΑΙ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑ


Γράφονται οι στίχοι
και κυκλοφορούν οι συλλογές
σαν τα μοντέλα των αυτοκινήτων.
Κι όπως εκείνα ένα δυο χρόνια
πλένονται, σκουπίζονται, κυκλοφορούν
και τα πετούν μετά ή τα πουλούν
μισοτιμής οι κάτοχοι∙
την ίδια μοίρα έχουν οι στίχοι.
Σαν τα παλιοσιδερικά σωρεύονται,
σκουριάζουν από την πολυκαιρία
και την εγκατάλειψη,
άχρηστο υλικό.
Αλλά με τη ντανάλια και το κατσαβίδι
έρχεται πότε πότε κάποιος
και ψάχνει επίμονα στη μάζα των σιδερικών
και βγάζει, ένα γρανάζι, ένα αξονάκι τσίλικο
ή άλλο εξάρτημα,
που έχει ψωμί ακόμα.


(Από τη συλλογή «ΚΑΛΥΚΟΤΟΜΗ», επανέκδοση, Θεσσαλονίκη 2002)





Τα ποιήματα του Νίκου Κωνσταντινίδη είναι σταχυολογημένα από το περιοδικό «Η ΚΟΥΤΣΗ ΜΑΡίΑ», Νοέμβριος 2013, ΤΕΥΧΟΣ Νο 4, όπου ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου ανθολογεί τον ποιητή παραθέτοντας και την εργογραφία του, ενώ ο Γιώργος Κασαπίδης κλείνει το αφιέρωμα σ’ αυτόν τον βετεράνο ακρίτα της Ποίησης με μια κατατοπιστική προσέγγιση στο συνολικό του έργο.
Ο Νίκος Κωνσταντινίδης γεννήθηκε στη Δράμα το 1928. Σπούδασε φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) και εργάστηκε ως εκπαιδευτικός σε σχολεία και φροντιστήρια της Δράμας ως το 1999, χρονιά που συνταξιοδοτήθηκε. Έχει εκδώσει 28 ποιητικές συλλογές (όλες αυτοεκδόσεις) ενώ στο έργο του περιλαμβάνονται και αρκετές μελέτες.