Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

Ιγνάτης Χουβαρδάς, "Τρία ποιήματα"




Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΩΣ ΠΟΝΤΙΟΣ ΠΙΛΑΤΟΣ

Για τα υποχθόνια βλέμματα, τις ανθρώπινες ψυχώσεις, τα κακομαθημένα παιδιά, τις ψηλομύτες γυναίκες, τους βολεμένους τύπους, τα ζευγάρια της ύστερης ανάγκης, το μαυροφορεμένο που κρατάει ένα λάβαρο που γράφει «τα σκαλοπάτια της συντριβής σου», για όλα αυτά τι πράττεις;
Απάντηση: Πλένω καλά τα χέρια μου ως τον αγκώνα.



ΖΗΛΕΥΕΙΣ

Αποφεύγεις τις ερημιές
γιατί ζηλεύεις τα ερωτευμένα ζευγάρια
τα βάζεις με τον εαυτό σου
παραπονιέσαι, κλαίγεσαι
σκέφτεσαι τις μικρές ευκαιρίες που έχασες
για κάποια θηλυκά που ίσως σε γούσταραν
θέλεις να πας σινεμά
και δε βρίσκεις παρέα
το τηλέφωνο έχει να χτυπήσει μέρες
οι πολυκατοικίες ψηλώνουν
η ρυμοτομία της πόλης σ’ αρρωσταίνει
τις τρυφερές μελωδίες αδυνατείς να πολεμήσεις.



ΕΝΔΟΦΛΕΒΙΑ ΕΝΕΣΗ

Δεν είναι γιατί σ’ αγάπησα αλλά γιατί σε εμπιστεύτηκα να σβήσεις τα μαύρα της ζωής μου – το χαμένο χρόνο, τους κρύους δρόμους, το σκοτάδι όταν γίνεται επιθετικό.




Από τη συλλογή «Τα ποιήματα μιας αρσενικής πόρνης», ΒΑΛΕΝΤΙΝΗ, 1988
Artwork: Κάρολος Τσίζεκ (από το εξώφυλλο του βιβλίου)

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

Ανδρέας Τσιάκος, "Ασκήσεις αναπνοής"




ΕΞΩΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΤΑΙΝΙΑ

Τώρα το σώμα μου θα ζητά ψυχή και αίμα όπως ζητούν τα τρένα στους σταθμούς ένα ταξίδι ακόμα, θα ’ναι αντάρτικο πιστόλι η αγάπη μου, με έξι σφαίρες στην καρδιά και με την έβδομη στην τσέπη, σε μια άκρη θα γυρεύει κάποια να φανεί ή έστω η σκιά της, ασκόπως θα στοχεύει ψηλά στον ουρανό την τράπουλα της Αφροδίτης, αφού όταν δε με σκέφτεσαι δεν υπάρχω, παρά μονάχα στα βιβλία της λογιστικής θα ψιχαλίζει το δάκρυ μου τις πράξεις που ’χαν σκοπό να λευτερώσουν την πρόσθεση και την αφαίρεση από τα βαρετά σχολικά τετράδια, μα εσύ λέει θα σαι εξωλογιστικό βιβλίο κρυμμένο στις παλιές ελληνικές ταινίες και διάλογος στο διάλειμμα κάποιας παράστασης σπουδαίας, το πρώτο όνομα στις ορχήστρες των πειραματικών συνόλων, η γεύση που κρυώνει το μυαλό μου και το πρώτο φως που είδα σαν γεννήθηκα και πίστεψε η μάνα μου πως ο καρπός της θα γίνει λουλούδι καλοκαιρινό, μα έφυγε ο πατέρας μου να πιει ένα ακόμα μπουκάλι ποτό αναγνωρίζοντας αμέσως την παρουσία του στο καθρέφτη των ματιών μου, και πέταξε ύστερα από δέκα οχτώ χρόνια το τελευταίο του τσιγάρο πάνω μου, πριν μπει στο χώμα ή πριν ταξιδέψει στα σύννεφα — για λίγο είπε κι αυτός ότι φεύγει, και τον πίστεψα — γιατί τις ταινίες τις είχε ξαναδεί και γνώριζε το τέλος.



ΜΕ ΑΛΛΑ ΜΑΤΙΑ

Όχι δεν γύρευα να βρω μπελάδες, γύρευα απλώς να έρθει η ζωή, να καθίσει στην καρέκλα που κοιμάμαι να δει τα πράγματα όπως τα βλέπω εγώ, να δει παιδιά στην παραλία να γυρίζουν στην μάνα τους μ’ ένα σπασμένο χαρταετό, να δει το χρώμα που έχουν τα φτερά των αγγέλων να δει πως γίνεται η πέτρα φαγητό, να δει που βρίσκεται η αγάπη μου μόνη να της πει πως είμαι μόνος κι εγώ, να κοιτάξει πέρα από τους βράχους τα σημάδια που έγραψε ο τραυματίας εραστής, να γυρίσει το μέτωπο στο μέλλον να αποδώσει την πείνα στο παρελθόν, να μου δωρίσει μια ματιά σαν στιλέτο τις μέρες να κόβω σαν ψωμί ξερό, να δει πως φλέγεται ο πόνος όταν η νύχτα δεν ξημερώνει ποτέ, να τρομάξει το χέρι που στρίβει το κέρμα που τζογάρει την καθημερινότητα, να δει πως γεύεται ο κόσμος το νοίκι που δεν χρωστάει ποτέ, να δει την άνοιξη να ξεκληρίζει τις καρδιές που επιθυμούν την ανάσταση, κι όταν ακόμα κουραστεί και πνιγεί από ανάσα που δεν ξέρει τι σημαίνει ζωή, να συγχωρέσει όσους σκοράρουν σε άδεια δίχτυα και δεν έχουν δει την ζωή τους στα μάτια ποτέ, όχι δεν γύρευα να βρω μπελάδες μα είναι μπελάς να γυρεύεις την ζωή.



ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ

Εδώ και κάμποσο καιρό, γράφω και ξαναγράφω ένα γράμμα που ο παραλήπτης είναι η μητέρα τον φόβων μου, προσπαθώ με δάκρυα και γέλια να της εξομολογηθώ την καθημερινή μου ζωή και να, ήρθε η ώρα, το πήρα απόφαση, θα της γράψω για τους δρόμους που δεν πέρασα, για κείνη την βροχή που δεν δρόσισε την αυλή των ματιών μου, θα της πω για τα όνειρα που μεγαλώνουν, που μεγαλώνουν και φωτίζουν το ταβάνι μου, για τις σκιές πέρα από τα παράθυρα που ’ναι στα κάγκελα αραγμένες και παίζουν σκάκι στα πλακάκια, θα της γράψω πώς τρέμουν τα χέρια μου κάθε φορά που πάω να υπογράψω μια σύμβαση για δουλειά, πόσο αβέβαιος νιώθω από την στιγμή που έφυγες για το καινούριο σου λιμάνι, ότι τα σύννεφα πολλές φορές μοιάζουν σαν αληθινά, θα της γράψω ότι σ’ αυτόν τον τόπο που ζω ακόμα κι η θλίψη μου κλαίει, πως την νύχτα τα ρολόγια σταματούν το τικ τακ και ξεκινούν σαν μπάντα του δρόμου να παίζουν μουσική στο ρυθμό της καρδιάς μου, ναι επιτέλους πήρα το θάρρος να της γράψω, να της το ταχυδρομήσω αλλά φοβάμαι, πολύ το φοβάμαι, πως το γράμμα θα έρθει σε μένα.




Από τη συλλογή «Ασκήσεις Αναπνοής», εκδ. Χαραμάδα, 2011


Ο Ανδρέας Τσιάκος γεννήθηκε το 1979 στο Άργος. Έχει κυκλοφορήσει τις ποιητικές συλλογές «Πόσα ποιήματα χωράει ο σάκος;» (2007) και «Ασκήσεις Αναπνοής» (2011), από τις εκδόσεις ΧΑΡΑΜΑΔΑ.

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

Ε. Χ. Γονατάς, "Η Κρύπτη"




*

Είχε κρεμάσει μικρούς καθρέφτες πάνω στα δέντρα
για να βλέπονται τα πουλιά.



*


Τα πουλιά πεινασμένα με παραφυλάνε στα φύλλα,
ξύνοντας τα νύχια τους στη φλούδα των δέντρων,
γιατί όποιος δοκίμασε μια φορά το αίμα μου δεν
μπορεί πια να τραφεί με καρπούς και ζουμί από μούρα.



*


Το δάσος επάνω σε τέσσερις ξύλινες ρόδες έφευγε
μουγκρίζοντας σαν καταρράχτης ανάμεσα απ τα βουνά.



*


Υπομονή! Θα πήξει το δάκρυ, θα γίνει νησί.





Από το βιβλίο "Η Κρύπτη", εκδόσεις Στιγμή, 2006.

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

Χλόη Κουτσουμπέλη, "Δύο ποιήματα"




Παιδικό

Να είσαι το παιδί που θα γινόσουν.
Στις μύτες των ποδιών
με ένα λευκό φόρεμα ποδιά
σ’ ένα τραπέζι ενηλίκων.
Με άδειες θέσεις
για τους συγγενείς που αποχωρούν
με μαχαιροπήρουνα ερπετά
πάνω στα πιάτα.
Με καλοδιπλωμένες πετσέτες
που κρύβουν ψίχουλα τα μυστικά.
Γιατί ανάλογα με τον φακό
αλλάζει το παρελθόν
στις παλιές φωτογραφίες.



Εκ των υστέρων

Το πρόβλημα είναι
πως δεν άκουσα τις κούκλες.
Aνοιγόκλειναν
τα γυάλινά τους μάτια
λέρωναν τα λευκά φορέματα
έχαναν τα νάυλον μαλλιά.
Πρόσεχε τα Σάββατα
μου έγνεφαν,
είναι πάντα ξεκούρδιστα
ο μηχανισμός κλάματος δεν λειτουργεί
το κεφάλι δεν είναι κολλημένο
κυλάει σε μία μόνη Κυριακή.

Αν ήμουν πιο προσεκτική
θα είχα από τότε αποσυνδέσει την ελπίδα.
Επίσημα θα ήσουν τώρα
κλινικά απών.




Από το ιστολόγιο της ποιήτριας: Χλόη Κουτσουμπέλη


Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Σούλης Λιάκος, "Μετέωρος"


(Vincent van Gogh, "Starry Night")


ΜΕΤΕΩΡΟΣ

Καρφώνομαι στον αέρα
απλώνω βαμβάκι από πάνω
να στεγάσω τον καιρό μου
πίσω, πλάι και κάτω
σαν φωταγωγημένη εκκλησιά
να κυματίζω τις διαθέσεις της νύχτας.

Πέφτουν αστέρια στην σκοτεινιά
πέφτουν στην σκεπή
σβήνουν στα βαμβάκια οι φωτιές
δρασκελούν το καντηλάκι μου
βροχή, βροχή τ’ αστέρια
η νύχτα βροχή.

Ξαποσταίνω στο χάνι μου
τάισα τα ζώα, χαλάρωσα τα ρούχα
κοιτάζω από το τζάμι τις σκεπές
τις κορφές
τις ράχες των άγριων ζώων
τις διαθέσεις και τους κύκλους των ανθρώπων.

Ακούω ποδοβολητά ιπτάμενων αλόγων
φτεροκοπήματα αγίων
στοχασμοί πολεμιστές
γλυκοχαράζουν τα βουνά
κι ένας ήλιος φωτίζει
τους γκρεμούς των σπλάχνων μου.

Θα λιώσουν και σήμερα οι πάγοι
θα γίνουν νεράκι
να κυλήσουν στις πεδιάδες
θα ψάξουν τα πουλιά στους βράχους τις φωλιές τους
και θα μετρηθούν κέρδη και ζημιές
από τον χαλασμό της νύχτας.



Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

Αλεχάντρα Πισαρνίκ, "Δύο ποιήματα"





ΑΟΡΑΤΕΣ ΤΕΧΝΕΣ


Εσύ που τραγουδάς όλους μου τους θανάτους.
Εσύ που τραγουδάς αυτό που δεν εμπιστεύεσαι
στο όνειρο του χρόνου,
περιέγραψέ μου την πηγή της αδειοσύνης,
μίλα μου λέξεις ντυμένες φέρετρα
που κατοικούν στην αθωότητά μου.

Μ’ όλους μου τους θανάτους
δίνομαι στον θάνατό μου,
με παιδικές χουφτίτσες,
με μέθυσους πόθους
που δεν περπάτησαν κάτω από τον ήλιο,
και δεν υπάρχει μια πρωινή λέξη
που να δίνει δίκιο στο θάνατο
και δεν υπάρχει ένας θεός, ανέκφραστος να πεθάνεις.





Η ΝΥΧΤΑ
(απόσπασμα)


Ίσως η νύχτα να ’ναι ζωή και θάνατος ο ήλιος.
Ίσως η νύχτα τίποτα να μην είναι
και οι εικασίες για εκείνη να μην είναι τίποτα
και τα όντα που την ζούνε τίποτα.
Ίσως οι λέξεις να είναι το μόνο που υπάρχει
στο γιγαντώδες των αιώνων χάσμα
που μας σέρνει η αυγή με τις αναμνήσεις της.


                                                            Οι χαμένες περιπέτειες, 1958





Από το βιβλίο «Αλεχάντρα Πισαρνίκ - Ποιήματα»
της σειράς ΑΡΓΕΝΤΙΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ, των εκδόσεων «θράκα», Φεβρουάριος 2014.
Εισαγωγή: Κάρλος Λουίς Τόρες Γκουτιέρες.
Μετάφραση: Στάθης Ιντζές.

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

Έζρα Πάουντ, "Χιού Σέλγουιν Μώμπερλυ"




ΙΙ


Η εποχή απαιτούσε μια εικόνα
Του επιταχυνομένου της μορφασμού,
Κάτι για τη σύγχρονη σκηνή,
Όχι πάντως χάρη Αττική∙

Όχι, όχι βέβαια, τους σκοτεινούς ρεμβασμούς
Της ενόρασης∙
Καλύτερα ψευδολογίες
Παρά κλασικούς σε παράφραση!

Η «εποχή απαιτούσε» κυρίως ένα γύψινο εκμαγείο,
Φτιαγμένο δίχως απώλεια χρόνου,
Μια πρόζα κινηματογραφική, όχι, ασφαλώς όχι, αλάβαστρο
Ή το «λάξευμα» της ρίμας.





III



Το ρόδινο φόρεμα για τσάι, κ.τ.λ.

Εκτοπίζει της Κω τη μουσελίνα,
Η πιανόλα «αντικαθιστά»
Της Σαπφώς τη βάρβιτο.

Ο Χριστός ακολουθεί το Διόνυσο,

Φαλλικός κι αμβρόσιος
Παραμέρισε για τις νηστείες∙
Ο Caliban αποκηρύσσει τον Ariel.

Τα «πάντα ρει»

Λέει ο σοφός Ηράκλειτος∙
Μια κακόγουστη όμως φτήνεια
Θα επιβιώσει από τις ημέρες μας.

Ακόμη κι η Χριστιανική ομορφιά

Αποστατεί – μετά τη Σαμοθράκη
Βλέπουμε το καλόν
Θεσπισμένο στην αγορά.

Του Φαύνου η σάρκα δε μας ανήκει,

Μήτε του αγίου τ’ όραμα.
Αντί όστιας έχουμε τον Τύπο∙
Αντί περιτομής την ψήφο.

Ίσοι κατά το νόμο, οι πάντες,

Απαλλαγμένοι από τον Πεισίστρατο,
Επιλέγουμε έναν απατεώνα ή έναν ευνούχο
Να μας κυβερνήσει.

Ω λαμπρέ Απόλλωνα,

τιν’ άνδρα, τιν’ ήρωα, τίνα θεόν,
Σε ποιον θεό, άνδρα, ή ήρωα
Τενεκεδένιο στεφάνι να επιθέσω!





IV


Αυτοί πάντως πολέμησαν,
και μερικοί πιστεύοντας,
                     pro domo, παντως…

Άλλοι πρόθυμοι για τα όπλα,
άλλοι για περιπέτεια,
άλλοι απ’ το φόβο της αδυναμίας,
άλλοι απ’ το φόβο της αποδοκιμασίας,
άλλοι από αγάπη για τη σφαγή, στη φαντασία,
μαθαίνοντας αργότερα…
άλλοι με φόβο, μαθαίνοντας την αγάπη της σφαγής∙

Μερικοί έπεσαν, pro patria,
                        non «dulce» non «et decor»…
βούτηξαν ως τα μάτια μέσα στην κόλαση
πιστεύοντας στα ψέμματα των γέρων, ύστερα δυσπιστώντας
επέστρεψαν στην πατρίδα, επέστρεψαν σ’ ένα ψέμμα,
επέστρεψαν σε αμέτρητες απάτες,
επέστρεψαν σε παλιά ψέμματα και νέους εξευτελισμούς∙
τοκογλυφία πωρωμένη και πανάρχαια
και στις δημόσιες θέσεις συκοφάντες.

Τόλμη όσο ποτέ άλλοτε, σπατάλη όσο ποτέ άλλοτε.
Νέο αίμα κι ευγενικό αίμα,
ρόδινα μάγουλα, κι ωραία σώματα∙
σθένος όσο ποτέ άλλοτε

ειλικρίνεια όσο ποτέ άλλοτε,
απογοητεύσεις ανείπωτες στο παρελθόν,
υστερίες, εξομολογήσεις χαρακωμάτων,
καγχασμός μέσα από νεκρές κοιλιές.




V


Πέθαναν μυριάδες,
Κι ανάμεσα τους, οι καλύτεροι,
Για μια φαφούτα γριά σκύλα,
Για ένα μπαλωμένο πολιτισμό,

Γοητεία, χαμόγελο στο ευγενικό στόμα,
Γοργή ματιά που χάθηκε κάτω απ’ της γης το βλέφαρο,

Για δύο γκρόσες σπασμένα αγάλματα,
για μερικές χιλιάδες στραπατσαρισμένα βιβλία.





ΜΕΤΑΛΛΙΟΝ


Luini σε πορσελάνη!
Το grand πιάνο
Εκστομίζει βέβηλη
Διαμαρτυρία με την καλλίφωνη σοπράνο του.

Το στιλπνό κεφάλι προβάλλει
Μέσα απ’ το χρυσοκίτρινο φόρεμα
Σαν την Αναδυομένη στις αρχικές
Του Reinach σελίδες.

Ροδομελίχρωμες, το οβάλ πρόσωπο καλύπτοντας,
Ψαθόπλεκτες κοτσίδες που δείχνουν σα να ήσαν
Στου Βασιλιά Μίνωα τ’ ανάκτορο πλεγμένες
Από μέταλλο ή κεχριμπάρι αμάλαχτο∙

Κάτω απ’ το λούστρο, το οβάλ πρόσωπο,
Λαμπερό στο αβρό του περίγραμμα, καθώς,
Κάτω απ’ τις ακτίνες μισού βαττ,
Τα μάτια γίνονται τοπάζια.



Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός




Από το βιβλίο «ΧΙΟΥ ΣΕΛΓΟΥΙΝ ΜΩΜΠΕΡΛΥ», ΕΣΤΙΑ, (ανατύπωση 1994).

(Ο Ezra Pound με τον Γιώργο Σεφέρη)

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Βύρων Λεοντάρης, "Εν γη αλμυρά"



                      Έτσι που τραύλισα…

                                      I

Τις λέξεις κουρταλώ και δε μου ανοίγουν
γιατί πια δεν τις κατοικούν τα βάσανά μας
Τις εγκατέλειψαν σάμπως να επίκειται σεισμός ή έκρηξη
Ανάσα και χειρονομία καμμιά μέσ’ στα αδειανά φωνήεντα
κι ούτε ένα τρίξιμο απ’ τα σύμφωνα
και μήτε τρέμισμα κορμιού ή κεριού
και μήτε σάλεμα σκιών στους τοίχους

Ο κόσμος μετακόμισε στο απάνθρωπο
βολεύτηκε σ’ αυτή την προσφυγιά
πήρε μαζί του για εικονίσματα φωτογραφίες δημίων
όργανα βασανιστηρίων για φυλαχτά
μιλάει μόνο με σήματα
μέσ’ στην οχλαγωγία της ερημιάς
στις φαντασμαγορίες του τίποτε

Έτσι κι εμείς αδειάσαμε
και μας ψέκασαν με αναισθητικό
έτσι που αποξενωθήκαμε απ’ τον πόνο
– αυτό δα είναι κι αν είναι αποξένωση... –
κι η ποίηση έγινε κραυγή έξω απ’ τον πόνο

Σμιλεύουμε σμιλεύουμε πληγές
σκαρώνοντας μνημεία και μπιμπελό
Αλλά το τρομερό καραδοκεί

Ό, τι δεν είναι τέχνη μέσ’ στην τέχνη
αυτό
το ανθρώπινο
αυτό
κι εμάς κι αυτήν θα μας ξεκάνει



                                      II

Τώρα που δεν μπορώ παρά να με θυμάμαι μόνο
ξέρω, δεν ήταν έτσι, τίποτε δεν ήταν
αλλιώς έγιναν όλα

Η μαρτυρία μου ασαφής. Τι υπεκφυγές, τι συγκαλύψεις
σε λόγια, σε γραφτά και σε φερσίματα…
Αλλά πώς να τα πω και φαντασίας καμώματα όλα αυτά
Και τα σημάδια; και τα ερείπια; της φαντασίας κι αυτά;
        Δε γίνεται.

Πώς να αναιρέσω μια κατάθεση
πώς να διευκρινίσω μια ζωή;
Το ειπωμένο με εκδικείται
κι ανεξιχνίαστο μένει πάντα το υπαρκτό

Σίγουρα κάτι μου διαφεύγει
κάτι που λάθος το έζησα και λάθος με έζησε
κι όλο και σκοτεινιάζει γύρω μου
κι όλο και σκοτεινιάζει

Πού βρίσκομαι
Τι ώρα να ’ναι.



                                      V

Λοιπόν, μπροστά μας έχουμε θανάτους
πέσαμε σε κακούς καιρούς και μέρες οργισμένες
χάνουμε τους δικούς μας και μας χάνουν
τρικυμισμένο μας αρπάει το χωματένιο πέλαγος

Αλλιώς θαρρούσαμε το τέλος∙
σκοπός που εκπληρώνεται ή (το ίδιο) ματαιώνεται
σκορπιός που μπήγει το κεντρί του στο κεφάλι του
Δεν είχαμε υποψιαστεί τη φρίκη μιας συνέχειας
(πως γίνεται να ’χει συνέχεια το τέλος;)
Αλλιώς, καταπώς φαίνεται, το τέλος έχει μόνο αρχή
και πώς να το περάσουμε μη φτάνοντας ποτέ και πουθενά

Ήξεραν οι παληοί και προνοούσαν
να ’ναι ελαφρό το χώμα τους
φύλαγαν πάντα ένα λευκό σεντόνι στο σεντούκι
συγύριζαν το μέσα τους , στόλιζαν τις ψυχές τους
ήξεραν να μοιρολογούν
εξοικειώνονταν με τους νεκρούς τα ’λεγαν μεταξύ τους
        στ’ όνειρό τους
κι έπαιρναν απ’ το χέρι τους το αντίδωρο του αγνώστου
κάθε που τους ξεπροβοδίζανε στου ξύπνου το κατώφλι

Κι εμείς τώρα δεν ξέρουμε ούτε πού ’ναι πεταμένα τα κόκκαλα
        της μάνας μας...
Έχουμε αποκοπεί από τους πεθαμένους
δεν ακούγεται πια η φωνή τους μέσα στη φωνή μας
δεν ξέρουμε να κλάψουμε
πώς να φερθούμε μπρος στο θάνατο και τι να πούμε

Στα ουράνια βάραθρα γκρεμοτσακίζονται τα λόγια μας
άδεια χελωνοκαύκαλα



                                      IX

«Δεν είμαστε ποιητές» σημαίνει φεύγουμε
σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα
παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους…

Παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους…
Ε, ναι λοιπόν, αυτό σημαίνει




                          Στιχομαντεία

                                      *

Τα ονόματά μας πού και πού μας βλέπουν στο όνειρό τους
ψυχές περιπλανώμενες δυστυχισμένες
χαμένες σημασίες που τις αποζητούν ακόμα
Για μια στιγμή θαρρούν πως μας αγγίζουν και έντρομα ξυπνούν
κι ανάβουνε τα παγωμένα φώτα
κι αρχίζουν από μόνα τους να γράφονται και να φωνάζονται
να νοιώσουν έτσι πως υπάρχουν

Γιατί, πού τώρα πια φωνές, χαιρετισμών να τα καλούν
να τρέμουν οι ουρανόσκαλες και να γεμίζει η γειτονιά λουλούδια
πού τώρα δάχτυλα αποχωρισμού να τα χαράζουνε
        στης νεραντζιάς τη φλούδα

Θα μας ξεχάσουν κάποτε τα ονόματά μας
δε θα μας ξέρουν ούτε στο όνειρό τους
θα ζήσουν μια δική τους ζωή με άλλες σημασίες σε εξώθυρες
        και εξώφυλλα
βροχές θα τα μουσκεύουν δάκρυα και δε θα μας ξέρουν

Εμείς χαμένες σημασίες
κι αυτά ίχνη από ξένα πεπρωμένα



                                      *

Αγριομυρίκη εν τη ερήμω
επικατάρατος εν γη αλμυρά…
Έτσι το θέλησα και μη ρωτάς
Κι αν τώρα θλίβομαι είναι που σ’ αφήνω

στους πέντε δρόμους δίχως να ’χω πει
για σένα όσα σου άξιζαν και δίχως
να σε δοξάσει ένας μου στίχος
Τόσο βαθιά τόσο πολύ

σε σώπασα μέσ’ στη ζωή μου
Δεν ήτανε για να φανερωθεί
ούτε με ουράνια λόγια να ειπωθεί
αυτό το μυστικό που ήσουν κι ήμουν

Σε όσους με ποιήματα τα αισθήματα μετρούν
τι θα ’χεις από μένα να τους δείξεις;
Μια τέτοια αγάπη… δίχως αποδείξεις…
Και ποιος αυτός ο Βέρνερ Λέιο θα ρωτούν

Με τι καρδιά με τι πνοή είχα πάρει
τη ζωή… Μα δεν την άλλαξα· ούτε εσύ
Γι’ αυτό λοιπόν «χαμένη υπόθεση»
ο ποιητής Βύρωνας Λεοντάρης



                                      *

Μέσα στο ποίημα σε χάνω Έξω από μένα
άλλη ομορφιά σε παίρνει, αγαπημένη
Τί θα γίνω και τί με περιμένει
σε άδειες αισθήσεις και χωρίς εσένα

που είσαι για μένα ό,τι είμαι και που τώρα
δεν είσαι μυστικό και πια δεν είμαι ό,τι είμαι
Τί να μου κάνουν νοσταλγίες και μνήμες
Το απτό με αρνιέται αυτή την άχρονη ώρα

το απτό που ήταν η τρέλλα μου και το άγχος
α, όλα αυτά που γίναν τώρα στίχοι…
Τί άδοξα που έχασα το στοίχη-
μα ανάμεσα στο «υπάρχω-δεν υπάρχω»

Να χάνω όσα είχα το άντεχα· μα εσύ ήσουν
και όσα ποτέ δε γίναν και δεν είχα
Αυτά, πώς να τα χάσω αυτά που ματαιωθήκαν;
Σε άλλη ομορφιά θ’ αγιάζουνε μαζί σου

λόγια που αρνήθηκαν να ειπωθούνε
αγγίγματα που πήραν πίσω το αίνιγμά τους
σημάδια του έρωτα και του θανάτου
γραφές που γράφτηκαν για να σβηστούνε

Μέσα στο ποίημα σε χάνω και δεν ξέρω
εσύ μου φεύγεις ή εγώ σου φεύγω;
Πώς σκοτεινιάζω απ’ το δικό σου φέγγος…
Και δε με θέλω πια και δε με ξέρω

Σε άλλη ομορφιά φριχτή και δίχως έλεος
θα ’σαι για πάντα, έξω από μένα, ωραία ωραία
τόσο άδικα τόσο άσπλαχνα ωραία…
Και δε με ξέρω πια και δε με θέλω




                      Το μεθύσι των νεκρών

                                      *

Κλειστό είναι το ανοικτό βιβλίο που κρατάς.
Αλλιώς θα ανοίξει.
Όπως ανοίγει σφαλιστή δίφυλλη πόρτα. Από τη μέση.
Στο στάχωμά τους θα χωρίσουνε τα φύλλα
και με τις έξω άκρες τους στα δάχτυλά σου τρίζοντας
αργά σαν σε ρεζέδες θα περιστραφούν.

Και τότε είναι που θα διαβάσεις το κενό
– γιατί, ποιο άνοιγμα χωρίς κενό;

Έτσι κι όταν ανοίγω την ψυχή μου.
Για το κενό του ανοίγματος και μόνο.
Όλα τ’ άλλα είναι γνωστά. Σαν «ανοιχτό» βιβλίο.




Από τη συλλογή «Εν γη αλμυρά», εκδ. ΕΡΑΣΜΟΣ, 1996