Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2015

Βικτωρία Καπλάνη, "Η άγνωστη φίλη"




Η ΜΟΥΣΑ ΣΤΟ ΡΑΓΙΣΜΕΝΟ ΟΝΕΙΡΟ

Οι αλήθειες της χρυσή βροχή
φώτισαν τη νύχτα το παράθυρο
το πρωί βρήκε θρυμματισμένα τα γυαλιά
οι πρώτες ηλιαχτίδες κυνηγούσαν τις σκιές
στο μισογκρεμισμένο σπίτι

φορά το καπέλο της σηκώνει το βλέμμα
αγναντεύει με ένα χαμόγελο από ψηλά
αφουγκράζεται τα λόγια της πόλης
καλεί αναζητά εντέλλεται
έτοιμη να πάρει το δρόμο
για τα ποτάμια τα δάση τις θάλασσες
μέσα από κει να επιστρέψει

αστραπή καίει τον πόνο
γυρίζει αδιάκοπα η ρόδα τη ψυχής
αλέθει ελπίδα και φόβο

βαδίζει στις σελίδες έξω από τις σελίδες
όλα χωρούν μες στη γραφή
το σπίτι παίρνει σχήμα βαφτίζεται στα χρώματα
του πρωινού ονείρου

θα γυρίσει.




ΤΟ ΡΟΛΟΪ

Στο δωμάτιο του ονειρεμένου χρόνου
οι επιθυμίες έχουν γίνει μνήμες

τις νύχτες η μικρή ακροπατεί σκαλίζει τετράδια παλιά
φωτογραφίες λησμονημένα σημειώματα
κυνηγά τις σκιές αφουγκράζεται τους ήχους
φτιάχνει ήρωες επινοεί το πεπρωμένο τους
βάζει τρικλοποδιές στις αποφάσεις μου
διαβρώνει τα σχέδια της μέρας

αποσυνδέοντας τον χρόνο
με τους δικούς της δαίμονες
παίζουμε κρυφτό
απαιτεί να κινούμαι στο ρυθμό της
απεχθάνεται τις αλλαγές
τρέμει τη μεταμόρφωση
τα μεσημέρια κρύβει το ρολόι κι αναπαύεται
δεν ξέρει πώς να μεγαλώσει

σήμερα − της λέω −
θα φορέσω το λευκό μου φόρεμα
να περπατήσουμε στην πόλη
στους στεναγμούς τα γέλια των ανθρώπων
άδοξοι θεατές των ναυαγίων του ουρανού
στο φωτεινό διάδρομο του κήπου
να ψιθυρίσουμε τα μυστικά μας
με πίστη βαθιά στο ανεκπλήρωτο

μετά θα φύγω
ν’ αναζητήσω στα τρίστρατα
τη δική μου μοίρα

εσύ ξέρεις πού θα με βρεις.




Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΦΙΛΗ

Ένα τετράγωνο
κάδρο κενό
ένα ερωτηματικό
ένα ξυλάκι κανέλας
ένα κλειδί του χαμένου σπιτιού
από σκουριασμένο σίδερο
τα φυλαχτά της
ο τοίχος
στο χρώμα της γης
ασφαλές μητρικό σιωπηλό
όλα όσα συμβαίνουν εκεί είναι κόσμος
ό,τι ποθεί η ψυχή
και σχεδιάζει είναι κόσμος
η σιωπή της
να συντονιστεί με μιαν άλλη
από το ρήγμα κρινάκι της αρμύρας
ο λόγος

ένα τετράγωνο
ένα κλειδί
ένα ερωτηματικό στο λαιμό της κρεμασμένα
μενταγιόν μαγνήτης
προσανατολίζει το βλέμμα
να διασχίσει την απόσταση
μέχρι τον άγριο κήπο της καρδιάς της
πρόσωπο παιδιού
κορμί ανάλαφρο μίσχος που ισιώνει
να χαιρετήσει τον ήλιο
κάθε φορά σε άλλη πόλη
στα χνάρια του χρόνου κεντάει
φύλλα πλανόδια μαντείες του αιθέρα
σε κάθε τόπο πλάθεται και γεννιέται εξαρχής
καθρεφτίζει στο σώμα του
τα αντιφεγγίσματα της δικής της μεταμόρφωσης

την είδα στο λυκόφως
μιας καλοκαιρινής μέρας
η άγνωστη αιχμάλωτη της σκιάς μου
μου χαμογελά
στο άδειο κάδρο.




Ο ΑΤΑΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ

Δέντρο μοναχικό
τα κλαδιά του ανοίγονται
σ’ όλα τα σημεία του ορίζοντα
πίσω του μια σειρά κυπαρίσσια
η γραμμή της ζωής

οι ρίζες μπλέκονται βαθιά στο χώμα
από τη ρίζα του ενός ανασαίνει θαρρείς το επόμενο
μόνο σε κείνο κάτι άλλαξε − ας υποθέσουμε −
μια μερική διακοπή της συνέχειας
όλα άλλωστε υπόθεση ερμηνείας είναι
όπως θα έλεγε
ο άταφος νεκρός του φθινοπώρου

κάπου εδώ τριγυρνά
ρίξε τα φύλλα σου και σκέπασέ τον
η ώρα της επιστροφής σήμανε
στη θαλπωρή της γης
οι άγραφοι στίχοι θα ελευθερωθούν
σε ανέγνωρο πεδίο
η συνέχεια του ταξιδιού

χοηφόρος εσύ την άνοιξη
απ’ τα κλαδιά σου οι νέοι καρποί
τα ποιήματα της καινούριας μέρας.




Από τη συλλογή «Η άγνωστη φίλη», εκδ. Γαβριηλίδης 2015
Επιλογή από την ενότητα: «Η άγνωστη φίλη (2012-2014)»

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2015

Διαβάζοντας το "Αγριόχορτο στόμα" του Ηλία Τσέχου




Διαβάζοντας το "Αγριόχορτο στόμα" του Ηλία Τσέχου
Γιαννακοχώρι Νάουσας, Σάββατο 26/9/2015

Ούτε ο κακός καιρός, ούτε η αλλαγή ημερομηνίας λόγω εκλογών, στάθηκαν εμπόδιο στην εκδήλωση-γιορτή της ποίησης, με τίτλο «Διαβάζοντας το Αγριόχορτο στόμα του Ηλία Τσέχου», που έγινε με μεγάλη επιτυχία, στο καφέ «Γραμμόφωνο» στην πλατεία Γιαννακοχωρίου Ναούσης, το Σάββατο 26-9-2015 λίγο μετά τις 20:00.
Αφορμή βέβαια της γιορτής, η παρουσίαση της ποιητικής συλλογής «Αγριόχορτο στόμα», εκδ. Ενδυμίων 2015, του Γιαννακοχωρίτη ποιητή, στον τόπο που γεννήθηκαν τα ποιήματά της.
Την εκδήλωση προλόγισε και συντόνισε η Πρόεδρος του Συνδέσμου Φιλολόγων Ημαθίας, Ευγενία Καβαλάρη.
Ο Ηλίας Τσέχος καλωσόρισε τους παριστάμενους, σιγοτραγουδώντας το «Όλα τα πήρε το καλοκαίρι» (ποίηση Οδ. Ελύτη), «άφησε όμως εμάς εδώ, να καλωσορίσουμε το φθινόπωρο», συμπλήρωσε. Μετέφερε έπειτα τους χαιρετισμούς συντελεστών της εκδήλωσης οι οποίοι δεν μπόρεσαν να παραβρεθούν, λέγοντας ότι στη ευχή τους «καλή επιτυχία», απαντούσε «να μας ευχηθείτε, πολλή ευτυχία», δηλώνοντας ο ίδιος ευτυχισμένος. Στη συνέχεια διάβασε ένα ποίημα από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή που ετοιμάζει και η οποία ανήγγειλε ότι θα κυκλοφορήσει το 2017 με τον τίτλο «Έχω πολλά θυμώ».
Μελωδίες για τη συνέχεια: Οι Νίκος Βαρούδης, Κατερίνα Μυλωνά και Θωμάς Πέιος από τη Νάουσα, ερμήνευσαν τραγούδια του Τάσου Γκρούς σε στίχους και του Ηλία Τσέχου. Το μουσικό μέρος της εκδήλωσης έκλεισαν η Δέσποινα Κανελλιάδου και Μάκης Δημελής από τα Γιαννιτσά, ερμηνεύοντας τραγούδια από τη συνεργασία του Τάσου Γκρούς με τον Ηλία Τσέχο.
Για τον ποιητή Ηλία Τσέχο και το έργο του μίλησαν οι Δήμητρα Σμυρνή, Παντελής Τσαλουχίδης, Ιωάννης Μυλωνάς, Χρήστος Μπίντας και Σίμος Ανδρονίδης. Πέντε διαφορετικές προσεγγίσεις οι οποίες εμπλούτισαν την βραδιά.
Ποιήματα από το «Αγριόχορτο στόμα», αλλά και από άλλες συλλογές του Ηλία Τσέχου, διάβασαν οι: Γιώργος Θ. Κασαπίδης, Κατερίνα Βογιατζούλη, Αντώνης Αντωνάκος, Παύλος Παρασκευαΐδης, Δημήτρης Ι. Καρασάββας, Γρηγόρης Σακαλής, Δημήτρης Ντίκας, Κατερίνα Ζιαμπούλη, Ξανθή Χιλλ, Κατερίνα Μπόσκου, Σίμος Οφλίδης, Λένα Οφλίδη-Σαμαρά, Θωμάς Παπαστεργίου, Θάνος Γώγος, Θεοπίστη Κεφαλά-Σπάρτση, Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου, Θοδωρής Σαριγκιόλης, Βασίλης Δασκαλάκης, Τάκης Γκόντης, Αθηνά Ξανθίδου, Αφροδίτη Καλαϊτζή, Γιώργος Αγγελιδάκης, Αλέκος Χατζηκώστας, Σούλης Λιάκος, Μαρία Ξανθοπούλου, Πέτρος Σκυθιώτης, Ειρήνη Καραγιαννίδου, Γιώργος Σιώμος, Αλέξανδρος Τρομπούκης, Φωτεινή Χρηστίδου, Έλενα Τσακαλίδου, αλλά και ο ίδιος ο ποιητής, ο οποίος, βαθιά συγκινημένος, ευχαρίστησε όλους όσοι στήριξαν την εκδήλωση, αψηφώντας την κακοκαιρία αλλά και τις αποστάσεις.
Λίγο πριν αποχαιρετιστούν οι φίλοι του Ηλία Τσέχου, τσούγκρισαν τα ποτήρια τους, πίνοντας κρασί (συνοδεία τοπικών φρούτων και εδεσμάτων), με την ευχή «καλή αντάμωση».








Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015

Αλεξάνδρα Μυλωνά, "Φιλοσοφώντας ποιητικά"




Φιλοσοφώντας ποιητικά

Μια ανάγνωση της ποιητικής συλλογής του Σούλη Λιάκου
Λογαριασμός όψεως
(Καλντερίμι 2014)

Τι θα μπορούσε να είναι η έρημος πριν γίνει έρημος; Έρημος, νερό,  δάσος; Ή τίποτα; Ο Λιάκος ξέρει:
                                    
                                    Η έρημος πριν γίνει έρημος
                                                                        καμήλα ήτανε

Τα πράγματα από μόνα τους, για τον ποιητή, είναι λειψά. Μόνο με τη σύνδεσή τους αποκτούν νόημα, μόνο με την ανακάλυψη της συνέχειας έως και του αντίθετού τους μπορεί κανείς να τα γνωρίσει, να τα κατανοήσει στην ολότητά τους: το παν ήτανε ένα και το ένα θα γίνει παν και το παν που εμπεριέχει αυτό το ένα είναι το σύμπαν. Τι είναι τώρα αυτό, ποίηση ή φιλοσοφία; Ο Λιάκος θέτει φιλοσοφικά ερωτήματα, στα οποία δίνει τις δικές του ποιητικές απαντήσεις. Ο φιλοσοφικός του στοχασμός ξεδιπλώνεται στον Λογαριασμό όψεως, το ποιητικό έργο του που εκδόθηκε από τις βεροιώτικες εκδόσεις Καλντερίμι το 2014.
          Επιχειρώντας να ακολουθήσω αυτόν τον στοχασμό στην ανάπτυξή του στέκομαι στο ποίημα Ό,τι βλέπω γίνομαι, όπου ο δημιουργός σπα το σύνορο της ύλης που τον εγκλωβίζει και αφήνεται στη φύση, μεταμορφώνεται με την αθωότητα, την καθαρότητα και την τόλμη ενός μικρού παιδιού σε ό,τι βλέπει. Γίνεται λουλούδι και σχισμή, γίνεται ινδιάνικη σκηνή, βουτά μέσα στη γη και εκρήγνυται, γίνεται πέτρα και χάνεται μέσα σ’ αυτήν.  «Τι ωραίο!», μου είπαν αυθόρμητα κάποια παιδιά του Καλλιτεχνικού σχολειού, όταν τους το διάβασα. Μα τι επιδιώκει ο ποιητής; Να χαθεί για να βρεθεί. Να ενωθεί με τον κόσμο που τον περιβάλλει, για να ολοκληρωθεί, για να κατανοήσει, ως ένας σύγχρονός μας προσωκρατικός φιλόσοφος, το άλλο, για να γνωρίσει, στο τέλος, καλύτερα τον εαυτό του.

Αστρική ύλη

Ουρανός είναι
το τέλος ενός ελικοειδούς
πυρακτωμένου σωλήνα
που με απίστευτη ταχύτητα τον διαπερνάς
και σε εκτινάσσει σε μια
γαλάζια
περιστρεφόμενη
με αραιά συννεφάκια αυλή.


Στην Αστρική ύλη ο ποιητής βρίσκεται σε κίνηση, σε εγρήγορση, σε αναζήτηση στο σύμπαν, που, βέβαια, δεν είναι μόνο εκεί πάνω ή εκεί πέρα ή εκεί γύρω ή εκεί έξω, είναι και μέσα μας, περνάει κι από μέσα μας, όπως διαβάζει κανείς στον Διάτρητο.


Ήταν ένας άνθρωπος που είχε μαύρες στο σώμα του τρύπες.
Μπαινόβγαινε ο ήλιος από μέσα του
μπαινόβγαινε κι ο αέρας
                                     [...]
Διότι είχε τρύπες πολλές στο σώμα του
απ’ τους πολλούς θανάτους.


Τι σύλληψη κι αυτή: ένας άνθρωπος που τον διαπερνά ο ήλιος, ο αέρας, η θάλασσα, τα λόγια των ανθρώπων και τα ψέματά τους, αλλά και οι θάνατοι της ζωής του, ένας άνθρωπος που αφήνει τον κόσμο να περάσει μέσα από τα τραύματα και τις πληγές του – ίσως, γιατί δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Πόσο διάτρητοι είμαστε εντέλει, πόσο τραγικά ευάλωτοι κι εμείς κι ο κόσμος, ζωντανοί νεκροί είμαστε, αλλά δεν το βλέπουμε ή κάνουμε πως δεν το βλέπουμε.
        Πώς αντικρίζει αυτή τη μοναδική εικόνα ο δημιουργός; Με τα μάτια της ψυχής, που ανοίγουν με τη δύναμη της ποίησης, αφού, όπως γράφει…


                                                                         Ποίηση, η λέμβος
που κουβαλάει για λίγο στην πατρίδα της την ψυχή
                                                                      και την επιστρέφει.


Ένα σκάφος, λοιπόν, είναι η ποίηση, ένα μέσο που δρα ιαματικά, που προσφέρει στις αγωνίες του νου και τα πάθη της ψυχής τη δυνατότητα μιας μοναδικής ενορατικής θέασης του κόσμου και του ανθρώπου μέσα σ’ αυτόν, για να παρηγορήσει, να θεραπεύσει, να υποστηρίξει τη ζωή του καίρια, όπως η αναπνοή: βαθιά εισπνοή  για να καταρριφθεί το φράγμα της λογικής - δυνατή παύση για την ενόραση, την ενατένιση του παντός - αργή εκπνοή για τον μετασχηματισμό της σύλληψης σε σκέψη, σε  συναίσθημα, σε ποίημα που διακρίνεται για τον συνδυασμό της τέχνης της ποιητικής με τη φιλοσοφία.
       (Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως τα τριάντα τρία ποιήματα της συλλογής δηλώνονται ευθύς εξαρχής από τον υπότιτλό  της ως τριάντα τρεις ανάσες).

Κι όλα αυτά γιατί; Για ποιο λόγο; Για να γίνει ο άνθρωπος σοφότερος στο  δημιουργικό ταξίδι της ζωής, όπως περιγράφεται στην Ασαφή σαφήνεια, απ’ όπου και οι επόμενοι στίχοι:

Χαράζεις έναν-έναν τους καινούριους σταθμούς
κι όταν έχει ολοκληρωθεί το σχήμα τους
αφού από καιρό έχει φαγωθεί κι ο τελευταίος λωτός
κι έτσι αρχίσουν πάλι όλα κάτι να θυμίζουν
σοφότερος γυρίζεις την πλάτη στη σαφήνεια

ξεκινώντας για την επόμενη ασάφεια.


Όσο πιο σοφός, τόσο πιο κοντά στον θάνατο; Ίσως. Ίσως πάλι ο θάνατος να είναι απλώς η δυνατότητά μας για μια άλλη ζωή, που εξαρτάται από αυτήν που ζούμε τώρα. Οντολογία λοιπόν, ζητήματα γνωσιοθεωρίας, αλλά και ηθική γι’ αυτήν εδώ τη ζωή μας. Ο Λιάκος θέλει να βοηθήσει τον άνθρωπο να βελτιώσει τη συμπεριφορά του στο πλαίσιο του κοινωνικού συνόλου.  Αλλιώς τι εξυπηρετεί η σοφία, αν δε μας κάνει να ευεργετηθούμε απ’ τον θυμό μας, να αποβάλουμε – κι αν αυτό δε γίνεται – να διαχειριστούμε, έστω και αποτίνοντας Φόρο τιμής στον μαύρο βράχο της κακίας μας;


Οφείλουμε όλοι σεβασμό
στης κακίας μας τον μαύρο βράχο.

Της οφείλουμε την αναγνώριση της ύπαρξής της
τον καταστατικό χάρτη των δικαιωμάτων της
για να συγκατοικήσουμε κάποτε μαζί της
χωρίς φθορές
κι άκαρπες επεκτάσεις.


Τι τη χρειαζόμαστε τη σοφία, αν αυτή δε μας βοηθάει να μετριάσουμε τον εγωισμό; Να γίνουμε λίγο πιο ταπεινοί, κατανοώντας πώς το περισσότερο που μπορούμε να γίνουμε είναι μια χούφτα χώμα...


Μια χούφτα χώμα
γεμάτη με σένα και μένα.


Τόσο απλό, αλλά και τόσο μετρημένα λυρικό! Είναι βέβαιο πως η στέρεη και δυνατή σχέση του Λιάκου με τη μουσική, όπως αυτή διαφαίνεται στο δοκιμασμένο από τον χρόνο μουσικό έργο του, οδηγεί καίρια τα βήματά του και σ’ αυτή την πρώτη του καθαρά ποιητική απόπειρα. Τόσο άμεσο, γι’ αυτό και τόσο συγκινητικό, μου λέει μια μαθήτρια μέσα από την εφηβική της πρόσληψη.
         Πρόκειται, στ’ αλήθεια, για μια φιλοσοφική ποίηση που συν-κινεί τον αναγνώστη, σελίδα με τη σελίδα όλο και πιο πολύ, καθώς αυτός προχωρά από τον Λογαριασμό όψεως Α΄ στον Λογαριασμό όψεως Β΄ (τις δύο ενότητες της συλλογής με τις πενήντα έξι σελίδες), ψάχνοντας ταυτόχρονα σ’ ένα δεύτερο επίπεδο να ερμηνεύσει την επιλογή μιας τραπεζικής ορολογίας  για τίτλο σ’ ένα ποιητικό έργο με εντέλει συμπαντικό χαρακτήρα. Το τέλος της έρευνας οδηγεί, σύμφωνα με το γενικότερο πνεύμα του δημιουργού, στην ανατροπή του  ποιήματος της τελευταίας σελίδας.


Κλείσιμο λογαριασμού

Δώσ’ τα όλα.
Μνήμη.
Αίσθηση.
Όλα.
Για σένα,
κράτα την ξεραΐλα
το αχάιδευτο χώμα της ρίζας του αμπελιού
το σκονισμένο καλντερίμι
την άνυδρη πλαγιά του βουνού.
Κράτα την ξηρασία εντός σου.


Ναι, ο Λογαριασμός όψεως του Σούλη Λιάκου είναι μια πνευματική κατάθεση του δημιουργού στον κοινό τρεχούμενο λογαριασμό της ζωής μας, μια κατάθεση που περιμένει τις δικές μας αναλήψεις, μπορεί και τις δικές μας καταθέσεις – γιατί όχι; – για την ολοκλήρωση της επικοινωνίας. Καταθέτης και ο Κώστας Αρώνης που φιλοτεχνεί το εξώφυλλο του βιβλίου με μια πύλη, μια χοάνη, ένα συμβολικό πέρασμα από τον πομπό στον (απο)δέκτη και τ’ αντίστροφο, ενδεικτικό της (απ)όψεως συνεργασίας του με τον ποιητή, τον επιμελητή της προσεγμένης έκδοσης Γιώργο Λιόλιο και τους με προσήλωση αγάπης αποθησαυριστές του έργου του Λιάκου, Δημήτρη Παπαστεργίου και Βασίλη Δασκαλάκη.
        Για έναν κόσμο, σε τελική ανάλυση, με καλύτερους ανθρώπους, που τον έχουμε ανάγκη!
         (Ναι, η ποίηση μπορεί να μη δίνει ψωμί, όπως αναγράφεται στην προμετωπίδα της συλλογής, με την έννοια του ότι δεν κάνει τον ποιητή οικονομικά ανεξάρτητο, ποιος όμως μπορεί να αμφισβητήσει πως είναι πνευματική τροφή για όλους εμάς τους πεινασμένους…).

Αλεξάνδρα Μυλωνά



Σημείωση
Η ομιλία εκφωνήθηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στην ΤΑΒΥΑ, στη διάρκεια της οποίας ποιήματα του ποιητή διάβασαν οι μαθητές του Καλλιτεχνικού Λυκείου Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης, Αντριάνα Ζαχαριάδου και Στέλιος Βραχνής
(Φεβρουάριος 2015, Θεσσαλονίκη).

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2015

Ανδρονίκη Δημητριάδου, "Πέτρα και Ευαγγέλιο"




ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ

Στο Βόσπορο νανούριζα
κιβούρι σκαλισμένο
και στο περβάζι ως αργά
τα σάβανα κεντούσα.

Με το λυχνάρι της σιωπής
στον αργαλειό του πόνου
ύφαινα τα χρυσάφια σου
τα όνειρα τα ξέφτια.

Και με πορφύρα στόλιζα
τα βλέφαρα του Άδη,
με το γλυκό του κουταλιού
τον τράταρα φαρμάκι
να μη σε δει, να μη σταθεί,
μη σ’ έβρει και σ’ αρπάξει.

Κοιμήσου εσύ κι η τύχη σου
αδράχτι που γυρίζει.




ΜΑΤΑΙΩΣΗ

Ενστάλαζε δηλητήριο
μεστή η φωνή
του ανήκουστου θανάτου,
παλλόταν η παραίσθηση
αιώνιο εκκρεμές,
ήχος εκκωφαντικός,
σαν τη βροχή που λιώνει.
Ξερίζωνε πετρώματα η αντάρα
και μέσα από χείμαρρους οργής,
ξεροψημένης θλίψης,
πότιζε χώμα άνυδρο
θρήνου παραμιλητό,
σαν οιμωγή ανέμου,
το ξέφτι μιας ανάσας.
Ακούς μιλιά;
Ακούς στριγκιά;

Φωτιά το μεσημέρι

Με πέπλα ξόβεργες ζητάς
τ’ αγκάθια να μερέψεις
κι είν’ το φιλί σου κάτωχρο
η όψη αλαφιασμένη.




ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

Βροχή των οικτιρμών,
θραύσματα ουράνιας μελωδίας
δια της μονομερούς σου επωδού,
γονυπετής επικαλούμαι
το απαύγασμα,
της συντριβής μετάνοια,
των κεραυνών καταφυγή,
φύλακα των φλύαρων σιωπών
και των χρυσών αποφθεγμάτων,
στο αιώνιο καθαρτήριο πυρ
της αλητείας των ψυχών ημών.




ΙΚΕΣΙΑ

Δώσε μου την ανάσα
πηγής από σφεντάμι
και τη δροσιά
της πέτρας στη σκιά.
Κουράστηκα να γέρνω
πάνω από ανήλιαγα πηγάδια
και να στολίζω τα ψεγάδια
με κλαδιά από κισσό.





Από τη συλλογή «Πέτρα και Ευαγγέλιο», εκδ. Vakxikon, 2015.


Πρόσκληση για την παρουσίαση του βιβλίου
το Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015, στις 19:30
στο Ηλιοτρόπιο cafe-bar
Δεσπεραί 23, Θεσσαλονίκη

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2015

Κωνσταντίνος Κομιανός, "Μαχόμενος Έρως"




*    *    *   

Άγγιξέ με όπως η ομίχλη το βουνό
αγάπησέ με όπως η μοναξιά
την άργιλο του πόθου



*    *    *

Δυο άνθρωποι μόνο
να σκιάζουν το φιλί
κι ο κόσμος όλος διαστέλλεται



*    *    *

Αδυσώπητες οι χαρακιές της μνήμης
τριγωνομέτρησαν την απουσία σου



*    *    *

Τεμαχισμένο τ’ ομιχλώδες μέλλον
χυμένος υδράργυρος
ξεγλιστρά μέσ’ απ’ τις παλάμες μου
η συντροφιά της σκέψης σου



*    *    *

Πλησμονή απελπισμένου πάθους·
εφτά οργιές εβδομάδας
στην ύστερη επιθυμία



*    *    *

Αιμάτινες ψηφίδες κορεσμένων δύσεων
διάβηκαν τον παράφορο ουρανό μου



*    *    *

Ονειρέψου την αγάπη
και μην ξυπνήσεις να την δεις




Από τη συλλογή «Μαχόμενος Έρως», εκδ. Γαβριηλίδης 2014
(Επιλογή από τα μικρά άτιτλα ποιήματα)

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2015

Μαρία Πολίτου, "Εφήμερη στην πένα του Θεού"




ΑΝΘΡΩΠΟΘΥΣΙΑ

Καλό προσωπείο, σε δύσκολους καιρούς, ο μύθος.
                                                                                         Γιάννης Ρίτσος


Σύννεφα καπνού από σάρκα και αίμα
φτάνουν στο ουράνιο παλάτι.
Μαύρισε γύρω η πλάση.
Και οι πανάρχαιες κολόνες.
Ό,τι απέμεινε απ’ τον παλιό καιρό.
Το δοξασμένο.
Σάπισαν οι ρίζες τους απ’ των καιρών
το ανόσιο γλεντοκόπι.

«Σφάγια σε θεϊκό βωμό θα ’ναι το δίχως άλλο»,
με θλίψη συλλογιέται.
«Μα ποιον αθάνατο ζητούν να κατευνάσουν;
Δε χόρτασαν οι ολύμπιοι από ανθρωποθυσίες;»
«Ποιο μίασμα την πολιτεία λυμαίνεται»,
αναρωτιέσαι,
«και της σφαγής το διάταγμα
ποιος το αναλαμβάνει;»

Μα είναι τόσοι
οι τύραννοι στην πόλη.
Όπως κι αν το δεις τριγύρω σου
οι Κρέοντες
περισσεύουν.
«Κι οι Αντιγόνες»,
με ρωτάς,
«το δίκαιο δεν κρατήσαν;»

«Αυτές τα σφάγια»,
σου απαντώ.

Μες στο βωμό και τη φωτιά
των αργυρίων
χαθήκαν.

Κι οι Ιούδες
αμετάπειστοι
από τη φλόγα τρέφονται
και με τις στάχτες παίζουν.




ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΦΩΤΟΧΥΣΙΑ

                                                                                       Στον Κώστα Θ. Ριζάκη


Είναι κάτι ώρες που
το Φως,
χάρισμα θεϊκό και γενναιόδωρο,
την απεραντοσύνη του επιδεικτικά
κραυγάζει.
Βαθύ πηγάδι στου στέρνου μου το μέσο ξεφυτρώνει,
ατέρμονη ροή
φωτοχυσίας κι ουράνιας ηχούς.

Τα πράγματα γύρω μου αστραφτερές σκιές,
μεταμορφώσεις κι είδωλα
ασύλληπτου ονείρου.
Πρόσωπα. Δέντρα. Αέρινες μουσικές
θροΐσματα του ανέμου.
Όλα ενωμένα κι αξεδιάλυτα
σ’ ένα συμπαντικό κι ατέρμονο,
πρωτόγονο χορό.

Μια θάλασσα ακύμαντη φουσκώνει στα στήθη μου
σκεπάζοντας επιμελώς
τα τόσα ριζωμένα βράχια.

Γυμνή η Ομορφιά
αναδύεται
μέσα στο σκοτεινό όστρακο του Έρωτα
και με καλεί πορφύρα από λέξεις να της πλέξω.

Αναρριγώ από ευτυχία εφήμερη
κι αδράχνω με λαχτάρα στην παλάμη μου
την πένα του Θεού.





Από τη συλλογή «Εφήμερη στην πένα του Θεού», Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2014

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2015

Ειρήνη Καραγιαννίδου, "Ποιήματα"




ΠΕΦΤΟΥΝ ΠΟΤΕ ΑΠΟ ΑΓΑΠΗ ΤΑ ΦΤΕΡΑ;

Λένε πως δεν υπάρχεις.

Αντίθετα σ
’ αυτούς που σέρνουν τις μεγάλες προσδοκίες
Εγώ το βλέμμα σου για μαρτυρία επικαλέστηκα
Αυτό που γίνεται σωσίβιο
μην ναυαγήσει ο άφτερος με το φευγιό σου
κι αλλάξει πριν την ώρα της η εποχή
Το είδα να ζυγίζεται στον ώμο
Είδα μια τούφα ανασηκωμένο ουρανό
ένα κλαδί στο στόμα
Κι όλα αυτά τα άσχετα που σφήνωσε η νύχτα στο σοβά
για να γεμίσει η μέρα


Λένε πως δεν υπάρχεις
Πως κάλυψες για λόγους πένθους τα φτερά.
Όμως το άλλο των ματιών δεν είναι αυτό που
μέσα μας καθιερώνει θάνατο;

Απόψε που σε βλέπω να κοιμάσαι
Όμορφος περιπλέεις στο σεντόνι μου


Απόψε που σε βλέπω να κοιμάσαι

Κάποτε, λέω, Τον τόπο μίας χώρας εύκρατης

Θα ερωτευτεί το χελιδόνι.





ΑΤΙΤΛΟ

Αν έλειπε η κίνηση
Θα πίστευα πως όλα είναι μια σκιά
στο τζάμι της κλεισμένης πόρτας
Τους έβλεπα στην ίδια θέση πάντα
Απόντες ή ανύπαρκτους
Συσκευασμένους στο κιβώτιο τους
Είχαν μιαν έκφραση απόμακρη
Πλατιά διαστήματα κενού
Σαν να συμπαρασύρανε στην πτώση τους
Μικρά κομμάτια θόλου
Που τα χα δει ποιος ξέρει Που
και πότε

Δύο σελήνες οι αστράγαλοί σου
Πόσο πιο χαμηλά να βρίσκεται ο ουρανός

Σαν να μην σου έκανε καμιά εντύπωση.





Το ποίημα "Πέφτουν ποτέ από αγάπη τα φτερά;" πρωτοδημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό "bibliotheque".
Το ποίημα "Άτιτλο" δημοσιεύεται για πρώτη φορά.
Στην εικόνα: Alessandra Hogan, "Ιllustrator"

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2015

Κατερίνα Ρένεση, "Αρχέγονος Χορός"




       ΣΤΙΓΜΙΑΙΟ

Της λύτρωσης το κάλεσμα αναμένει
η ημέρα κι υποκλίνεται εμπρός μου·
στον προαιώνιο ρυθμό του κόσμου,
για μια ζωή, το στιγμιαίο μένει.




      ΑΝΑΨΥΧΗ

Στη δίνη της αναψυχής,
σε εμποτίζει η φορμόλη·
εν βρασμώ οδύρομαι, ψυχής,
εύχομαι να πεθάνουν όλοι.

Τη διαβεβαίωση ενέχει
το παγερό,του φόνου, χάδι·
για σένα άλλο πόνο δεν έχει,
θα σε ξαποστείλω στον 'Αδη.




      ΚΟΣΤΟΥΜΙ

 Η ιδέα της είναι κακή,
κορμί δίχως κοστούμι,
το λαχταρά στη φυλακή
να βρωμά από το ρούμι.

Ας ανατείλει η μαύρη μέρα,
στη ντροπή, για να προλάβει
τον κρόταφό του μια σφαίρα,
αφού θα έχει καταλάβει.




      ΑΔΙΕΞΟΔΟ

Ερείπιο, στρίβει στη γωνία.
Το μεγαλέμπορο, στην αγωνία,
αναζητά και ψιθυρίζει, σαχλά,
"φτάσαμε εδώ, μα δεν πάμε καλά".




   ΙΕΡΟΣ ΒΡΑΧΟΣ

Αλλοπαρμένα χρόνια,
μνημεία απατηλά,
αναγνώρισαν από ψηλά,
τα μαρμαρένια αλώνια.




Τα ποιήματα της Κατερίνας Ρένεση τυπώθηκαν στην Αθήνα τον Ιούνιο του 2015 σε 120 αντίτυπα.