Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2015

Ειρήνη Μπόμπολη, "Το τρίτο ημισφαίριο"




Χρόνος

Θα πεθάνουμε προτού προλάβουμε
να ζήσουμε το χρόνο μας
αυτόν που μας μοίρανε η φύση μας,
η παράλογη σκοτεινή μας πλευρά.

Θα πεθάνουμε λίγο μετά την ισημερία
του άχρονου πόθου μας για φεγγαράδα,
ανάμεσα στα νιόβγαλτα ρόδα και στις μυρτιές.
Ανάμεσα στα ελάχιστα θέλω
και στα άπειρα χρωστώ.




Δυτικά

Εκεί η ζωή, εκεί κι ο θάνατος,
στον κόλπο της Αμβρακίας.
Σ’ έναν περίπατο το σούρουπο,
σε μιαν ανάσα πριν τα μεσάνυχτα,
σ’ ένα άστοχο κι αβέβαιο «σ’ αγαπώ».

Εκεί η ζωή, εκεί κι ο θάνατος.
Με τις λεμονιές και τις ανεμώνες
στους κάδους της λιμνοθάλασσας.




Τα λάμδα και τα ρω

Επειδή τις λέξεις μου αγαπάς και θέλεις,
όλα τα λάμδα και τα ρω κι όλα τα ασημογράμματα
θα τα γεμίσω θάλασσα
και με το γάργαρο νερό τα πόδια σου θα πλύνω…




Για μερικά τραγούδια έχω να πω και τούτο: Δεν ξέρω αν τα βρήκαμε κάπου γραμμένα, ή αν τα ακούσαμε μια νύχτα από το απέναντι παράθυρο ή αν κάποια στιγμή υπέρτατου πόνου ξεχείλισαν από μέσα μας ως φουσκωμένες λίμνες στεναγμών…


Ό τι αγαπήσαμε

Ό τι αγαπήσαμε ήταν ξένο
Σχεδόν μισή αντανάκλαση πρωινού ονείρου
Ήρθε κι έφυγε γλυκά παρθένο
Ωσάν τα κρίνα στο φως του απείρου.

Ό τι αγαπήσαμε ήταν ξένο
Άνθος κερασιάς στης βροχής το τίναγμα
Πρωτομαγιάς στεφάνι φυλαγμένο
Νερό που άγιασε στης ροής το κύλημα.

Ό τι αγαπήσαμε ήταν ωραίο
Ένα φεγγάρι θάνατος στην αποβάθρα
Καλέμι ο έρωτας για πόνο ακραίο
Ό τι αγαπήσαμε ήταν ωραίο.




Η θάλασσα

Την αγαπώ αυτή τη θάλασσα,
είπα.
Και πνίγηκες μέσα της.




Από τη συλλογή «Το Τρίτο Ημισφαίριο», Πέτρα - Ηπειρωτικές εκδόσεις, 2010 

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015

Κώστας Καρυωτάκης, "Ελεγεία και σάτιρες"




Όλοι μαζί

Όλοι μαζί κινούμε, συρφετός,
γυρεύοντας ομοιοκαταληξία.
Μια τόσο ευγενικιά φιλοδοξία
έγινε της ζωής μας ο σκοπός.

Αλλάζουμε με ήχους και συλλαβές
τα αισθήματα στη χάρτινη καρδιά μας,
δημοσιεύουμε τα ποιήματά μας,
για να τιτλοφορούμεθα ποιητές.


Αφήνουμε στο αγέρι τα μαλλιά
και τη γραβάτα μας. Παίρνουμε πόζα.
Ανυπόφορη νομίζουμε πρόζα
των καλών ανθρώπων τη συντροφιά.

Μόνο για μας υπάρχουν του Θεού
τα πλάσματα και, βέβαια, όλη η φύσις.
Στη Γη για να στέλνουμε ανταποκρίσεις,
ανεβήκαμε στ’ άστρα τ’ ουρανού.

Κι αν πειναλέοι γυρνάμε ολημερίς,
κι αν ξενυχτούμε κάτου απ’ τα γεφύρια,
επέσαμε θύματα εξιλαστήρια
του «περιβάλλοντος», της «εποχής».




Η πεδιάς και το νεκροταφείον

(Πίναξ ημιτελής)

Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνα,
και γρήγορα, σα θέατρο, σκοτεινιάζει,
ή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόνα.
Άλλο δε βρίσκει ο άνεμος, ταράζει
μόνο τ’ αγκάθια στην πεδιάδα όλη,
μόνο κάποιο χαρτί σ’ όλη τη φύση.
Μα το χαριτωμένο περιβόλι
αίμα και δάκρυα το ’χουνε ποτίσει.
Αδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνε,
κι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέρια
τον ουρανό που σύννεφα περνούνε,
τον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια.

(Ωραίο, φριχτό και απέριττο τοπίον!
Ελαιογραφία μεγάλου διδασκάλου.
Αλλά του λείπει μια σειρά ερειπίων
κι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου.)




Σταδιοδρομία

Τη σάρκα, το αίμα θα βάλω
σε σχήμα βιβλίου μεγάλο.

«Οι στίχοι παρέχουν ελπίδες»
θα γράψουν οι εφημερίδες.

«Kλεαρέτη Δίπλα-Mαλάμου»
και δίπλα σ’ αυτό τ’ όνομά μου.

Την ψυχή και το σώμα πάλι
στη δουλειά θα δίνω, στην πάλη.

Αλλά, με τη δύση του ηλίου,
θα πηγαίνω στου Bασιλείου.

Εκεί θα βρίσκω όλους τους άλλους
λογίους και τους διδασκάλους.

Τα λόγια μου θα ’χουν ουσία,
η σιωπή μου μια σημασία.

Θηρεύοντας πράγματα αιώνια,
θ’ αφήσω να φύγουν τα χρόνια.

Θα φύγουν, και θα ’ναι η καρδιά μου
σα ρόδο που επάτησα χάμου.




Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και στα κεραμύδια,
θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.

Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μέσα στους θανάτους.

Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει,
για να ζυγίση, μια «ελλειπή» μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι,
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.

Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ’ ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης,
πρώτη κατάθεσις δραχμές τριάντα.

Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
«Υπάρχω;», λες, κ’ ύστερα «δεν υπάρχεις!»
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης.

Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.





Από τη συλλογή «Ελεγεία και σάτιρες», 1928, η οποία περιλαμβάνεται στην συγκεντρωτική έκδοση «Κ. Γ. Καρυωτάκη -  ποιήματα», εκδ. "Γ. Οικονόμου", με εισαγωγή Έλλης Αλεξίου και παρουσίαση - επιμέλεια Γιώργη Πικρού.

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

Νίκος Λάζαρης, "Πέντε ποιήματα"


(J. Atkinson Grimshaw, «Ασημένιο φεγγάρι», 1880)


ΕΜΦΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΥΡΟ

Ψηλά ο χαρταετός
δεν πέφτει
ρυμούλκα ο καιρός αντίκρυ
φυσάει τ’ αγέρι
ομπρέλα μαύρη
ο ουρανός
τι θέλει το σκυλί
και ψάχνει με τις ώρες
στο οικόπεδο;

Η μέρα στέναζε από το βάρος μας.




Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ

Τούτος ο τόπος
είναι άνισος.
Τα δάχτυλα δεν φτάνουν
να μετρήσεις τους ήρωες·
μετράς όμως χιλιάδες
κάθε στιγμή
να πνίγονται
στο βυθό
μιας γκαζόζας.




ΤΟΠΙΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ

Αν δεν μπορούμε
δίκαια
τους μεταπράτες
της ηθικής
να ελέγξουμε
είναι γιατί στην ατμόσφαιρα
κυριάρχησε άπνοια.
Τα τελευταία ψήγματα
απ’ τον φόβο μας
τα κράτησαν
στα σαγόνια τους
οι ερπύστριες.




ΤΟ ΚΟΜΜΕΝΟ ΦΩΣ

Μέσα από τη νύχτα
κάποτε θα ’ρθεις
μ’ ένα άσπρο τούλι
στα μαλλιά
κι ένα φεγγάρι λογχισμένο
θα περπατάει
στους ώμους σου.
Στις μύτες θα πατήσεις
σιγαλά
και πριν προλάβω
ν’ αντιδράσω ή ν’ αμυνθώ
τον διακόπτη θα γυρίσεις.
Όμως θα βρεις
το φως κομμένο.




Ο ΣΚΟΠΟΣ

Οι οπλές των αλόγων
βαθιά χωμένες
στην άμμο
βαθιά στο φεγγάρι
τα στίγματα
βερνίκι στα μάτια
κι η ανάσα του πελάγου
προπαντός καθαρή.
Στο σάκκο τα σύνεργα
με τ’ απαραίτητα
και στη χαραμάδα
φυλαγμένος καλά
ο σκοπός.

Θα λάμψουμε
μια μέρα
σαν σπάνια μέταλλα.




Από τη συλλογή «Ο βυθός της γκαζόζας», 1975, που περιλαμβάνεται στην συγκεντρωτική έκδοση «Νίκος Λάζαρης - Η ένταση είναι διαρκής (Ποιήματα 1975-2002)», Τυπωθήτω-λάλον ύδωρ, Α΄ έκδοση: Οκτώβριος 2007.

(Πηγή του πίνακα ζωγραφικής: http://annagelopoulou.blogspot.gr/)

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

Σωτήρης Παστάκας, "Food Line"




Από τη συλλογή «ΧΑΜΕΝΟ ΚΟΡΜΙ»

*

Την καύτρα απ’ το τσιγάρο μου
θα την είδατε βέβαια,
πίσω από κατεβασμένες τέντες
ανάμεσα σε καλλωπιστικά φυτά
να φέγγει την τετάρτη πρωινή
αφού ξενύχτησα και πάλι απόψε,
με ψιλοβρόχι, μαυρογιαννάκη
και τσιγάρα άπειρα, κάτι
δεν μπορεί θα πήρε το μάτι σας,
απλή υποσημείωση στο κείμενο
της δικιάς σας νύχτας,
υπενθύμιση και αναγωγή
σε όλες τις αναρίθμητες απώλειες,
ένας που έχασε ό,τι είχε να χάσει
έχασε στο τέλος και τον ύπνο του.




*

Ασώματος ων, διαρκώς κυνηγών
την αγκαλιά απ’ το σώμα στο σώμα
που θα με ντύσει, το βλέμμα
που θα μου σιδερώσει τις ρυτίδες,
θα με αποκαταστήσει όμορφο
και ευπρεπή, αλλά κυρίως το σώμα
επιζητάω που θα μου δώσει πίσω
το χαμένο μου κορμί.




Από τη συλλογή «ΣΥΣΣΙΤΙΟ»

*

Ρακή οροπεδίου Λασιθίου
μικρής παραγωγής, δέκα
κιλών ετησίως, μας έφερε
ο Στέλιος γι’ αγίασμα. Να
κοινωνούμε μεταξύ μας.
Η συγχώρεση έχει αξία
μόνον όταν βλέπεις
τον άλλον στα μάτια.
Όταν κανένας απ’ τους δύο
δεν τα ’χει σφαλίσει για πάντα.




*

Το βρώμικο μισοφαγωμένο
χάμπουργκερ γνωστής αλυσίδας
πολιτισμού το βρήκε πεταμένο
στον κάδο απορριμμάτων.
Το έφαγε μόνον αφού έπιασε
τη θέση του για τη νύχτα
στο παγκάκι. Θα είχε υπάρξει
λιχούδης. Τον έβλεπα
να γλείφει τα δάχτυλα, όπως
κάναμε κι εμείς με μια φέτα ψωμί,
ζάχαρη και λάδι.




Από τη συλλογή «ΡΟΗ ΡΑΚΗΣ»

*

Να παραδοθούμε στη φθορά.
Ψίχουλα θρυμματισμένης
φρατζόλας να μας τινάξει
ένα χέρι απ’ το μπαλκόνι
στα πετεινά του ουρανού.




*

Να σπάσω τον κουμπαρά.
Να βγάλω ένα-ένα τα φιλιά
που είχα θησαυρίσει,
για την έκτακτη ανάγκη
που έχω τώρα.




*

Βαρέθηκα να με καλούν
σε επίσημα γεύματα.
Να καθόμουνα
σ’ ένα τραπέζι με φίλους
μια καθημερινή
να έτρωγα όσπρια και λαδερά,
με άφθονη ρακή,
να λάδωνα κι εγώ το αντεράκι μου.
Όλοι μαζί να συγχωρούσαμε
με μια μπουκιά τα πεθαμένα μας.




Από τη δίγλωσση έκδοση «Sotiris Pastakas - Food line», Forepaw Press 2014
Η μετάφραση στα αγγλικά έγινε από τους Jack Hirschman & Angelos Sakkis
Πρόλογος & σημείωμα οπισθόφυλλου: Jack Hirschman
Πίνακας εξωφύλλου: Agneta Falk

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015

Ειρηναίος Βρούσγος, "Γλυκά μου Κοκαλάκια"




                                        «σοι το εμόν σώμα και ου τη γη παραδίδωμι»
                                                                                    Ιωάννης Δαμασκηνός


                            ΓΛΥΚΑ ΜΟΥ ΚΟΚΑΛΑΚΙΑ

Για σένα γράφω.
Πάντα για σένα γράφω.
Για σένα που δεν μπορώ παρά να σ’ αγαπώ,
γιατί μισώ τον πόνο μάλλον.

Σε βρήκα.
Μετέωρη σ’ ένα βυθό.

Εισήλθα στο χώρο σου.
Δίστασα.
Στάθηκα μ’ ευλάβεια μπροστά σου
και συντριβή.
Απ’ τα σφιγμένα σπλάχνα μου αναδύθηκαν δάκρυα.
Κι όλος μου ο έρωτας έγινε προσευχή.
Δεν μπορούσε πια τίποτα άλλο να γίνει.

Γλυκά μου,
γλυκά μου κοκαλάκια.
Γλυκά μου.
Πού,
πού είναι η σάρκα σας;
Πού είναι τα σπλάχνα σας;
Μονάκριβά μου κοκαλάκια.
Γλυκά μου,
πού,
πού είναι η ζωή σας;
Γλυκά μου κοκαλάκια.
Κάποτε ήσασταν η Βάσα,
η αγαπημένη!
Ιερά κοκαλάκια,
γλυκά μου.
Για σας σκιρτούσαν καρδιές,
για ’σένα
πλημμύριζαν όνειρα οι νύχτες
Μαρία!
Γλυκά μου κοκαλάκια,
δάκρυα κυλούσαν
για σένα.
Αγαπημένα μου κοκαλάκια
δεν υπήρχε στιγμή να μη σε σκεφτόταν
εκείνος ο νεαρός με τα μεγάλα,
τα σοβαρά μάτια.
Δεν υπήρχε στιγμή
να μη χαίρεται όταν σε είχε,
και να λυπάται όταν σ’ έχανε.
Αγαπημένα μου κοκαλάκια,
Λινέα!
Γλυκά μου κοκαλάκια,
Έμιλι, Αναστασία, Λενόρ
για ’σένα δίναν τη ζωή τους
παλικάρια όλο ζωή.
Μονάκριβά μου κοκαλάκια.
Δεν πρόλαβαν,
πρώτη την έδωσες εσύ.
Ποιος την πήρε;!
Χρύσα,
κι άφησε μόνο αυτά τα κοκαλάκια.
Γλυκά μου κοκαλάκια,
θυμάστε;
Πόσο ήθελε να σ’ ακουμπά,
να σε σφίγγει!
Να σε σφίγγει!
Σταυρούλα!
Το μαλακό σου δέρμα,
ο ιδρώτας σου
γλυκά μου κοκαλάκια.
Πού πήγες;
Πού πήγες;
Πού πήγε η ζεστασιά απ’ το κορμί σου;
Ανθούσα!
Ποιος χαίρεται τα μυρωμένα σου μαλλιά;
Σέλια!
Ποιος σου τάζει αστέρια και γαλαξίες και νεφελώματα;
Όλγα!
Ποιος σου τραγουδά;
Μονάκριβά μου κοκαλάκια.
Γλυκά μου.
Πού πήγε αυτός
που ήθελε ζωή ν’ ανθίσει απ’ την κοιλιά σου;
Ιερά μου κοκαλάκια.
Μυρτώ,
πού είναι τα χρωματιστά σου νύχια;
Πού τα λουλούδια πλεγμένα με τις μπούκλες;
Οι ψίθυροι στ’ αυτιά;
Στέλλα,
πού πέταξε η αναπνοή μεσ’ απ’ τα σπλάχνα σου
που με μεθούσε;
Μονάκριβά μου κοκαλάκια.
Ανδρομάχη,
πού είναι η ανατριχίλα σου
σαν έπιανα τις πατούσες σου;
Γλυκά μου κοκαλάκια.
Θεοδώρα,
πού είναι ο ήχος της φωνής σου
γελαστά να με καλεί;
Αγαπημένα μου κοκαλάκια.
Πηνελόπη,
πού είσαι;
πού βρίσκεσαι;
Ευμορφία;
Γλυκά μου κοκαλάκια
Μόνο κοκαλάκια.
Κίτρινα κι άσπρα,
ήσυχα.
Είναι τόσο ήσυχα τα κοκαλάκια σου.
Αλίνα.
Γλυκά μου κοκαλάκια.
Πού είναι το πρόσωπο;
Το πρόσωπο!;
Φιόνα.
Πού είναι το πρόσωπο!;
Το αγαπημένο!
Πού είναι το αγαπημένο;
Ανδρονίκη.
Μονάκριβά μου κοκαλάκια.
Αλέκα! Αλεξάνδρα:
Πού είστε;
Πού πήγατε;
Ιερά μου κοκαλάκια.
Πού είναι η κοτσίδα η πλεχτή;
Η κοτσίδα σου.
Ο καρπός σου με τα βραχιολάκια,
Καλλιόπη;
Η μέση που τύλιγε γύρω της
φορέματα καλοκαιρινά.
Δέσποινα;
Γλυκά μου κοκαλάκια.
Τι έμεινε;
Τι άλλο έμεινε;
Τα ροδαλά σου μήλα,
τα προσηλωμένα σου μάτια.
Ιωάννα.
Όσο δίσταζαν τα μάτια σου
εγώ τα αγαπούσα.
Μονάκριβά μου κοκαλάκια.
Πού τα κρύψατε όλα;
Όλα αυτά που για λίγο καιρό
− πολύ λίγο –
σας έκρυβαν.
Γλυκά μου,
ήσυχα κοκαλάκια.
Σοφία.
Το βάρος σου το μικρό
μου αφαίρεσαν,
το ελάχιστο βάρος
του να σε έχω.
Κι έμειναν μόνο αυτά,
τα γλυκά μου κοκαλάκια.


Πώς το σώμα σου παρέδωσες στο χώμα
κι όχι στα χέρια μου;

Πώς θα μπορούσαν τα χέρια μου
να σε κρατήσουν;




Από τη συλλογή «Οι πεινασμένοι», εκδ. ΣΑΙΞΠΗΡΙΚόΝ 2015 

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2015

Έφη Καλογεροπούλου, "Άμμος"





Από την «Πρώτη νύχτα»


Η επίμονη μνήμη κρυμμένη
σε τόσα υλικά περίφραξης
πάσχουσα
δυο τρείς κομμένες λαμαρίνες
σύρματα, γλάστρες σπασμένες
χώμα νωπό, παγωμένα σίδερα
να ζεσταθεί πασχίζει, χώνεται ανάμεσα
πάσχουσα
ταΐζει τα σκυλιά της  εικόνες
μισομαγειρεμένες.

Η επίμονη μνήμη  περπατά με δυσκολία
ισιώνει τα μαλλιά της με τα χέρια της
μουσκεύει ψωμί,  το μοιράζει
συλλαβίζοντας ακατάληπτα
στο φράχτη δένει το άλογό της.

Η επίμονη μνήμη
πρόσφυγας είναι
σε λάθος πατρίδα.




Από την «Δεύτερη νύχτα»


Έσερνε φωνές  ο αέρας
σε μυστικά περάσματα.
Κραυγές άνοιγαν κι έκλειναν
τρύπες στο σκοτάδι.

Σιωπές έπαιρναν φωτιά.

Έστρεφε το κεφάλι τότε
στη φορά της φλόγας.

Τίποτα κανείς.

Φόνοι πολλοί
πολλά φαντάσματα




Από την «Τρίτη νύχτα»


Χάθηκες μάνα
χάνεσαι
σε φύσηξε ο αέρας
σε παίρνει
και φεύγεις νύχτα, μια φλόγα
τόση δα φλογίτσα που ανεβαίνει
και σβήνει στον αέρα.
ένα φωτάκι σα κι αυτό που βλέπεις
στο απέναντι μπαλκόνι.
Όχι δεν είναι φωτιά μάνα
που κατεβαίνει από το βουνό
πρόσεχε θα σε καταπιεί
μη το κοιτάς!
Και οι σκιές στο ταρατσάκι
αυτά τα πλυμένα καθαρά πουκάμισα
κρεμασμένοι άνθρωποι,
κορμάκια που δροσίζονται
ας είναι μάνα.
Αν σκαρφαλώσεις στο πεύκο απέναντι
πόσα μέτρα απέχεις απ’ το Θεό;
Είναι πολλοί εκεί σκαρφαλωμένοι απόψε
ποιος ξέρει, μια φορά το χρόνο ανεβαίνουν
θα το χουν τάμα  φαίνεται.

Μαύρο ποτάμι ο κόσμος, μάνα
«Την καλοσύνη του ήθελα, πίστεψέ με»
σ’ ακούω  να μου λες
«μα πνίγηκα όμως, πνίγηκα».




Από την «Τέταρτη νύχτα»


Τη νύχτα
αδειάζει το δωμάτιο
χαράζει κύκλο από σιωπή
και σέρνει την καρέκλα του στο κέντρο.
Από την τσέπη
Βγάζει ένα αόρατο κάτοπτρο
και του μιλά.
Κι είναι φορές που σπάζει αυτό
σκοτεινή άμμος τινάζονται οι λέξεις
και πέφτουν
και πέφτει.

Η νύχτα παίζει το παιχνίδι της άμμου.




Από την «Πέμπτη νύχτα»


Βλέπει διαρκώς τον εαυτό της
μόλις να φεύγει.

Κυλά σε κατηφόρα
ποτάμι με τα νερά πλημμυρισμένα.

Φυσάει
ο ουρανός είναι λευκός
τα πουλιά πετούν χαμηλά
ξεχωρίζει ένα.

Μιλά
και τη φωνή της ακούει σε επανάληψη.

- Με βρίσκει αργά το απόγευμα
ό,τι άφησα στο δρόμο.




Από την «Έκτη νύχτα»


Είδα νερό να γκρεμίζεται  και φως
να διπλώνει σα τσακισμένη εφημερίδα.
Ασπρόμαυρες εικόνες ψηλά να σηκώνει ο αέρας
είδα το χρόνο, σκύλου κεφάλι
ανάμεσα στα  δυο  μου χέρια να κοιμάται.
Είδα χαράδρες κατοικημένες με βροχή από λέξεις
και φίδια φωνήεντα στην άσφαλτο να συσπώνται από φόβο.
Μας είδα εμάς ανάμεσα σε γλάρους και πουλιά μαύρα
ψηλά  να πετάμε στον αέρα
εσένα
κι εμένα
λίγο πριν η ξέφρενη οπλή του πλήθους
μας προφτάσει.




Από τη συλλογή «Άμμος» εκδ. Μετρονόμος, σειρά ΠΟΙΕΙΝ, 2013

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015

Φώτης Κουτσαμπάρης, "Με μισάνοιχτο παράθυρο…"




Με μισάνοιχτο παράθυρο…

Έχεις ακούσει ποτέ τους ψιθύρους από ένα μελαγχολικό τοπίο, με αραιή συννεφιά και ψύχρα, προνυχτερινές ώρες; Όπως μιλάει στιγμές ο Οκτώβρης μέσ’ τις καρδιές μας στα πεσμένα φύλλα των συναισθημάτων που δεν ευδοκίμησαν κι έμειναν τα κλωνιά της επιθυμιάς να σιγοτρέμουν στις πνοές των μικρών ανέμων, αλλά να διατηρούν την αισιοδοξία της άνθισης στους βολβούς τους για την επόμενη άνοιξη. Καθώς η ελπίδα δεν επουλώνει τις πληγές αλλά μειώνει τον πόνο στο κρύο της αποτυχίας, σαν φαντασία που πλάθει εικόνες να σου χαρίσει μια σταλιά ζωής ονείρου, ένα ψήγμα ευχαρίστησης, μια προσωρινή ανακούφιση, μια παυσίπονη ικανοποίηση. Απουσία, λοιπόν, τα γυμνά δένδρα, ο φειδωλός ήλιος, οι στάλες της βροχής στις οροφές των αυτοκινήτων, η απόσυρση των τραπεζιών απ’ την βεράντα, το ζακετάκι που πρόβαλε απ’ τα συρτάρια, η πλάτη που καλύφτηκε στο φόρεμα, το φλυτζάνι με το ζεστό καφέ μια απουσία. Σαν ξεκινά η μέρα με την κυκλοθυμία της, χαμηλώνουν οι φωνές των παιδιών στο πάρκο, χάνουν τις διασταυρώσεις τα βλέμματα και τραβούν ευθεία στην καθημερινότητα τους. Μόνο ονειροπόλοι αγναντεύουν στο βάθος του ορίζοντα ή μέσα τους, όπου κυοφορεί και γεννά μια τέχνη. Μουτζουρώνουν τα σύννεφα τον ουρανό, στην επανάληψη του παιχνιδιού τους και το γαλάζιο ξεπροβάλει τακτικά επιβεβαιώνοντας την υπεροχή του. Αθίγγανοι των αισθήσεων διαλαλούν με το μεγάφωνο στις γειτονιές ότι παλιά μαζεύουν, παλιά αγοράζουν, τιμή εξευτελιστική, για ανακύκλωση. Ό,τι παλιό δεν χάνει την αξία του στο χρόνο, σαν ένας έρωτας ίσως ή ένας πόθος. Χρυσός το αληθινό που απομένει στην άκρη της ψυχής. Σε κύκλους εποχών αντανακλά πάντα αχτίδες φωτός κι ας κυκλοφορεί σε μυστικές διαδρομές του νου. Δεν χάνει την αξία της η αξία. Ζεστά μάτια να σε κοιτάζουν, γλυκά χείλη να σε φιλούν, να σου μιλούν, αγάπης χέρια να σε αγκαλιάζουν, χαμόγελα να σε υποδέχονται, δάκρυα να σε αποχαιρετούν, μεστά αισθήματα να σου χτυπούν την πόρτα, ευχές να σε ακολουθούν, φιλίες να σε δένουν, αντίπαλοι να σ’ αναγνωρίζουν. Μ’ ένα ποίημα στο τετράδιο, αλλάζει το χρώμα του φθινοπώρου.


Φώτης Κουτσαμπάρης


Πηγή:
http://atheras-fotis.blogspot.gr/