Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

Γιώργος Ανδρέου, "Ο απερίσκεπτος πλοηγός"




ΑΝΟΙΞΗ ΔΕΙΛΗ

Δειλή
Μικρή μου
Άνοιξη
Παιδί των Λωτοφάγων

Εδώ είναι Βαλκάνια, η θάλασσα διαρκής
Οι λεύκες των ανέμων τους, της πέτρας του το στάχυ

Των ποιητών το πουργκατόριο ανελέητο

Μικρή
Δειλή μου
Άνοιξη




Η ΑΒΥΣΣΟΣ

Η άβυσσος
Πλημμυρισμένη μωβ τριαντάφυλλα

Η άβυσσος

Διαμπερής

Ανεπίδοτη

Ανέραστη

Η άβυσσος
Εγώ ή εσύ, εναλλάξ

Όταν ο πόντος των δακρύων
Ξιφουλκεί
Όταν μου λες «θα με πληγώσεις, ξέρεις πώς»
Θαυμάζω πόσο γρήγορα εσύ
Τα κόλπα έμαθες τα αρχαία
Τα παίγνια τα πανάρχαια της άβυσσος

Πριν από σένα η Σαλώμη, η Κορνταί, η Ιουλιέττα
Πριν από σένα τίποτα
Μόνη η άβυσσος
Άβυσσος ενική, πληθυντική

Άβυσσος αναπόφευκτη




ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ

Ένα φως

Ψηλά

Βλέπω

Η μυρωδιά των μαλλιών της μητέρας μου

Επιστρέφω στο βλέμμα
Το ένδον βλέμμα
Ακόμη δεν έχω τολμήσει
Να βγάλω τα έξω μάτια μου
Όπως εκείνος ο Θηβαίος βασιλιάς




Ο  ΚΟΝΤΕ  ΣΟΛΩΜΟΣ  ΣΤΟ  ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ

Δεν είναι αλήθεια
Πως αρκέστηκες
Στη φαντασιακή σου προβολή του ιδεώδους
Μη μπαίνοντας ποτέ στον πειρασμό
Να πας απέναντι
Ενώ του Μπάιρον το σκήνωμα
Σου έγνεφε
Ολημερίς
Ολονυχτίς

Η βάρκα
Κατευόδιο
Ανοίγεσαι

Ύψος απέναντί σου απροσμέτρητο
Ηχώ παλίντονος, εωθινή
Αηδόνα του Ερωτόκριτου

Σε καρτερούν
Των ερειπίων η σιωπή
Ένα μαντίλι φθισικού
Δυο-τρία γρόσια

Ο ήλιος τύραννος, ο ήλιος άβυσσος, ο ήλιος βράχος

Επέστρεψες περήφανος
Στου Πόρφυρα τη ράχη




Από τη συλλογή «Ο απερίσκεπτος πλοηγός», εκδ. Μικρή Άρκτος, 2016

Στις 20/10/2016, ο Γιώργος Ανδρεόυ και «Ο απερίσκεπτος πλοηγός», φιλοξενούμενοι του Γιάννη Ναζλίδη, μας χάρισαν μια εξαιρετική βραδιά στο Εκκοκκιστήριο Ιδεών στη Βέροια.
Εκτενές ρεπορτάζ από τη Δήμητρα Σμυρνή:

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2016

Γλυκερία Μπασδέκη, "Η Θεόδωρος Κολοκοτρώνης"




MEINE LIEBE

θέλεις να πεις Αυστρία-
δεν μπορείς

γουλί στο κάρο,
το'σκασε η γλώσσα,
γλίστρησε

θέλεις να πεις Αυστρία-
δε σ' αφήνουν

σε δένουν στη σανίδα-
αυτό ήταν

χωρίς Αυστρία η Αυστριακή
χωρίς μανούλα

με γαλλικές βρισιές θα φύγεις,
με αλλοζανφάν

σε ξένη γλώσσα θα πεθάνεις
μάινε λίμπε




CONGO RED

τους ήρθε ξαφνικό
στα Χόντος Σέντερ,
τα'χασαν

κόκκινο του Κονγκό δεν είχαν ξανακούσει

μετά τους είπα ήμουνα μνηστή γιατρού
-δεν ήταν υποχρεωμένες να γνωρίζουν
τέτοιες αποχρώσεις




ΑΝ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ ΤΟΝ ΜΥΡΤΣΟ
ΔΕΝ ΘΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙΣ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ


μη, μη,μη
μη,μη


μη

μυ


μυ,μυ
μυ,μυ,μυ

μυ Μύρτσο μυ
πρώτη μου αγάπη και παντοτινή





Από τη συλλογή ποιημάτων "Η Θεόδωρος Κολοκοτρώνης", Bibliotheque 2016

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2016

Γιάννης Υφαντής, "Μανθρασπέντα"




ΕΦΤΑ ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ


       1

Αλλοίμονο των εραστών οι ανάσες
έκαψαν του αγγέλου τα φτερά κ’ είναι η ψυχή μου
μέσα στο δίχτυ του Καιρού.



       2

Γόνιμη νύχτα η σιωπή·
με σπόρους από λόγια που θεριεύουν και
ανασαίνουν
τον ύπνο μας
με τη φυλλωσιά του πρώτου μας κόσμου.



       3

Τα χέρια σου στης βρύσης το νερό και η φωνή σου
αλκυόνα
στο φως.



       4

Φωτιά, φωτιά,
μια κορδελίτσα να σου δέσω πράσινη
αγάπη μου φωτιά
μια κορδελίτσα από τη φλούδα του ανέμου
που φύσηξε στον ύπνο των καπνών.



       5

Α των χλωρών καλαμποκιών
ο δροσερός τριγμός καθώς γουρμάζουν μες στη νύχτα
καθώς ο πράσινος χυμός μες στο κοτσάνι τους
σφύζει σαν άγουρο αίμα.



       6

Δύση της ειμαρμένης γαλαζόπλωρη·
κόκκινου ήλιου βύθιση στις ρίζες μου·
αστράφτα χαλκοπράσινη του άλλου παλατιού
κουτού και βουλιαγμένου ύπνου… που…
θα πει:



       7

Το αίμα πιέζει το κρύσταλλο·
Το αίμα θα σπάσει το κρύσταλλο·
Να κυματίσει η όψη μου στο φως





ΣΤΙΧΟΙ

       I

Κι έρχονται οι άξεστοι βουνίσιοι άνεμοι
ντυμένοι τα βαριά αρώματα της ρίγανης και του ελάτου
έχοντας άλλος στο μανίκι άλλος στο γόνατο
την ασημένια λάμψη απ’ τ’ άγγιγμά τους σε μια κρύα πηγή.



       II

Α γέμιση του φεγγαριού και δέση των νερών·
κρένοντας η κρυότερη μορφή σα ρέει στη στέρνα
έναρθρο το ανάστημα τρέμει των καλαμιών.



       III

Κ’ οι νέρινες γυναίκες του συντριβανιού
υψώνουνε το δροσερό κορμί τους ρίχνοντας
η μια στην άλλη λόγια δροσερά
σαν το κορμί τους, σαν την όψη τους





Από τη συλλογή «Μανθρασπέντα», δ΄ εκδ. Δελφίνι 1995

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2016

Παλίμψηστον




Ο ποιητικός χώρος εκτός του λόγου, μπορεί να εκφραστεί τόσο με το χρώμα, το οποίο δύναται να «προχωρεί» ή να «βαθαίνει» όσο και με το σχήμα, έτσι ώστε να μετατρέπεται σε ένα «ον που κυματίζει στον αέρα».
Wassily Kandinsky


Η γκαλερί Παπατζίκου και ο Ποιητικός Πυρήνας, στα πλαίσια της έκθεσης «Βεριοιείς αεί ποιούσι…», σας προσκαλούν
το Σάββατο 22 Οκτωβρίου, στις 8 το βράδυ, στο δρώμενο

Π α λ ί μ ψ η σ τ ο ν

Μια  πρόταση  οπτικοποίησης  του  ποιητικού  λόγου

Επιλέξτε  αγαπημένους  στίχους  και  ελάτε  να  βιώσουμε

                     Ένα ποιητικό ταξίδι;
                     Ένα ιερό παιχνίδι;
                     Ένα μυσταγωγικό γκράφιτι;
                     Μια ποιητική προσευχή;…

Όπως κι αν αναγνωστεί
ας το μοιραστούμε.
Ελάτε να το συνθέσουμε μαζί.


Παλίμψηστο, μία βυζαντινή πρακτική.
Βέροια, μία πόλη με επάλληλους πολιτισμούς.
Η γκαλερί, ένα παλίμψηστο τεχνών.

Επειδή ο καθένας μας είναι
παλίμψηστο ιδιοτήτων στη ζωή.
Επειδή η κάθε μέρα γράφει στης ψυχής το παλίμψηστο.




Γκαλερί Παπατζίκου, Ελ. Βενιζέλου 43, Βέροια 59100
«Βεροιείς αεί ποιούσι…»
Διάρκεια Έκθεσης: 14 Οκτωβρίου - 10 Νοεμβρίου 2016
Πληροφορίες:
τηλ.: 23310 70325    &   +30 6972 913 970
e-mail: gallerypapatzikou@gmail.com
website: www.papatzikou.gr


Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Χρίστος Λάσκαρης, "Δωμάτιο για έναν"




Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ

Ντυμένη στα λευκά
σα νοσοκόμα

που μπαίνει
και ακουμπά το χέρι στο μέτωπο −
αλλιώς δεν έχουμε ποίημα·

έχουμε τον άρρωστο που θα χειροτερεύει.




ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ

Απέραντη σιωπή τον κατακλύζει.
Μέσα στην ησυχία του απογεύματος,
νιώθει λίγο-λίγο να βυθίζεται

σαν κάτασπρο πολεμικό
που το ’χει βρει τορπίλη.




ΟΜΑΔΙΚΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Τι θέλεις εσύ στη φωτογραφία–
τα πρόσωπα εκεί
είναι όλα φωτεινά,
παίζει τ’ ακορντεόν
κι η φύση ψάλλει·

μόνο εσύ είσαι σκοτεινός,
αγέλαστος και σκοτεινός,
τόσο αγέλαστος και σκοτεινός

π’ αρχίζει στη φωτογραφία να βραδιάζει.




ΤΟ ΚΟΥΦΑΡΙ

Κείτομαι εδώ
σ’ αυτή την έρημη ακτή
ένα κουφάρι
που το ξέβρασε η θάλασσα.

Κουφάρι όπως το ’πα
μα που στ’ αυτιά μου
έχω ακόμα το τραγούδι της.




ΠΡΩΤΗ ΑΓΑΠΗ

Μόνη μέσα στον έρωτα κι ανυπεράσπιστη
Σαν μια τριανταφυλλιά στο φεγγαρόφωτο.




ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΤΟΝ ΖΕΙ

Τον έρωτα τον ζει
μες στα ποιήματα

μα αν τον ρωτήσετε

θα ’θελε και αυτός
να τον ζούσε στο κρεββάτι.




ΕΠΕΣΤΡΕΦΑ

Ήταν το βράδυ γλυκό
κι επέστρεφα.
Ο δρόμος μισοσβηστός,
το βήμα να βυθίζεται κούφιο.
Ακούγονταν γαβγίσματα.

Σπρωγμένος από νοσταλγία,
επέστρεφα,
όλο επέστρεφα−
σε κάτι
που δεν έλεγε να ζωντανέψει.




Από τη συλλογή «Δωμάτιο για έναν», που περιλαμβάνεται στην συγκεντρωτική έκδοση «Χρίστος Λάσκαρης - Ποιήματα», δεύτερη έκδοση, εκδ. Γαβριηλίδης, 2009.

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2016

"Βεροιείς αεί ποιούσι…"




«Βεροιείς αεί ποιούσι…»
14  Οκτωβρίου - 10  Νοεμβρίου  2016

Η γκαλερί ΠΑΠΑΤΖΙΚΟΥ σάς προσκαλεί στα εγκαίνια της έκθεσης με τίτλο:
 «Βεροιείς αεί ποιούσι…»
την Παρασκευή 14 Οκτωβρίου στις 8 το βράδυ.

Πρόκειται για την πρώτη έκθεση της νέας χρονιάς και φέρνει κοντά ανθρώπους της πόλης που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικούς τομείς, θέτοντας ερωτήματα.
Τι κοινό μπορεί να έχουν ένας αυτοδίδακτος και ερασιτέχνης αγιογράφος (όπως αυτοαποκαλείται) (Συμεών Ματσκάνης), ένα μουσικό συγκρότημα (Εν Βεροία), μία οικογένεια οινοποιών (Οινοποιείο Αργυράκη), ένα ζευγάρι Μελισσοκόμων (ΜΕΛΙνάκι), μία παρέα ποιητών (Ποιητικός Πυρήνας) και ένας καλλιτέχνης με σύγχρονη αισθητική (Γιάννης Παπαγιαννούλης), και πώς μπορούν να συνυπάρξουν σε έναν χώρο σύγχρονης τέχνης;
Εν πρώτοις, άπαντες είναι Βεροιείς − αν και για κάποιους η Βέροια δεν είναι η γενέθλια τους πόλη − και στη συνέχεια ο καθένας στον τομέα του ποιεί τέχνη. Τέχνες ποιούνται αενάως σ’ αυτόν τον τόπο, καθώς η ιστορία της Βέροιας χάνεται στα βάθη του χρόνου −ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον και περίτεχνο ανθρωπογεωγραφικό μωσαϊκό η πόλη μας−.
Εξ’ ού και ο τίτλος της έκθεσης, «Βεροιείς αεί ποιούσι».
Η ιδέα μας ήταν να μεταφέρουμε μια ψηφίδα αυτού του μωσαϊκού σε έναν χώρο σύγχρονης τέχνης και να δομήσουμε μια νέα συνθήκη θέασης των μικρών καθημερινών πραγμάτων, τοποθετώντας τα σε βάθρο.

Συμμετέχουν:

Συμεών Ματσκάνης
&
# ''Εν Βεροία'' Κώστας Θεοδωρίδης- Σάββας Παπαδόπουλος- Φώτης Σιμόπουλος-Τάκης Νικολαίδης - Θάνος Τρομπούκης – Στέργιος Μποζίνης-
# ''Εργαστήριο Μελισσοκομίας (ΜΕΛΙνάκι)'' Πέτρος Πράπας – Μελίνα Χατζίδου
# ''Οινοποιείο Αργυράκη'' Γιώργος Αργυράκης – Κωνσταντίνος Αργυράκης – Σπύρος Αργυράκης – Σάντυ Κουτσαντά.
# ''Ποιητικός Πυρήνας'' Βασίλης Δασκαλάκης – Δημήτρης Καπετανάκης – Δημήτρης Καρασάββας – Σούλης Λιάκος – Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου – Παύλος Παρασκευαΐδης – Γιώργος Σιώμος.
# Φιλοξενούμενος καλλιτέχνης Γιάννης Παπαγιαννούλης.

Γκαλερί Παπατζίκου, Ελ. Βενιζέλου 43, Βέροια 59100
Εγκαίνια: Παρασκευή, 14 Οκτωβρίου, 20.00
Διάρκεια Έκθεσης: 14 Οκτωβρίου - 10 Νοεμβρίου 2016
Πληροφορίες:
τηλ.: 23310 70325    &   +30 6972 913 970
e-mail: gallerypapatzikou@gmail.com
website: www.papatzikou.gr



Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2016

Δημήτρης Καπετανάκης, "Επτά ποιήματα"




Μισή άνοιξη

                          Ανάμνηση
                          είναι το σχήμα του σώματος
                          δίχως το σώμα


Ο χρόνος αποσύρεται
και μένεις στο δωμάτιο γυμνός
να κοιτάζεις τα έπιπλα
λιγοστά
δίπλα στον τοίχο
η ντουλάπα
το μαύρο ραδιόφωνο
σαν τα ρούχα
που περιμένουν αφόρετα
τόσον καιρό
το σώμα να επιστρέψει
κι εσύ απόλυτη
να συντηρείς
πάνω στο στήθος σου
ρυθμικά
της ζωής τ’ απαραίτητα
αναδιπλώνοντας
μια καρέκλα, το τραπεζάκι
και λίγο νερό
λέξεις ιδιώνυμες
ό,τι απόμεινε στην αγάπη
για να μιλήσει





Εύθραυστο


Τα παλιά σπίτια μας κοιτάνε στα μάτια
Δεν αγγίζονται
Μονάχα αγγίζουν εύθραυστες μνήμες
βγάζοντας κάτι σπασμένα φτερά
αποδημούνε πάντα την άνοιξη
επιστρέφοντας τον χειμώνα
σαν άρρωστα παιδιά
στο κρεβάτι του νόστου




Καμαραϊκό


Μυρίζοντας θάλασσα
ξύπνησα πάλι
κάτω απ’ το χώμα
της Ίδης
με χέρια σπασμένα
που κρατούσαν
ακόμα την αίσθηση
ενός χαμένου
πολιτισμού




*

Μήπως τ’ αστέρια
είναι τα δάκρυα του ήλιου
που πέφτουν στη νύχτα;




*

Κλεισμένο στο φως
ένα μικρό έντομο
διαγράφοντας κύκλους
επαναλαμβάνει
το τέλος μια ιστορίας
που μόλις άρχισε να δραπετεύει
στον θάνατο




*

Τι να μας δένει
άραγε
κι ανεβαίνουμε
πάλι ψηλά
σαν παιδικά μπαλόνια
σ’ αυτές τις εφήμερες
γιορτές
του θανάτου




*

Μόλις που πρόλαβε
τ’ άγριο θυμάρι
ν’ αδράξει τον άνεμο
που σηκώθηκε
εξημερώνοντας
το πέρασμα της στιγμής



Δημήτρης Καπετανάκης


Από την ανέκδοτη συλλογή «Μισή άνοιξη»

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2016

Πολύνα Γ. Μπανά, "Η καταφανής εξωστρέφεια των φωνηέντων"




                                       Το μόνο που μένει

                                                                                    Στη -δική μου- μνήμη του

Το μόνο που μένει, μετά από λίγο,
                είναι :

1)   Κάποιες ιδιόχειρες αφιερώσεις σ’ εσώφυλλα βιβλίων,
2)   Η μνήμη της φωνής
       (  για κάποιο λόγο, ανεξήγητο,
        σου ’ναι πιο εύκολη από ’κείνη της μορφής  ),
3)    Ένα συρτάρι με κλειδιά,
                                                    ταυτότητες, 
                                                                           ληγμένα διαβατήρια, 
4)   Σκόρπιες κουβέντες 
      ( κυρίως απ’ τα χρόνια που σε μεγάλωνε ),
5)   Σπαράγματα εκφράσεων          -          Ένα βλέφαρο που πετάριζε
                                                                        σε ώρες οριακού εκνευρισμού,
                                                           
            Ένα χαμόγελο που στράβωνε
            σε στιγμές υψίστης αμηχανίας,
                                                           
            Το βλέμμα που χαμήλωνε
            μπροστά σ’ ανέξοδες διαχύσεις
Κι έπειτα ;

Έπειτα ,
                   συνεχίζεις να γελάς,
                                                                   να φιλάς, 
                                                                                             να κοιμάσαι,

και,  πολύ γρήγορα,
έχουν περάσει πέντε και
                                                 δέκα 
                                                               χρόνια

και
δεν τον σκέπτεσαι πια ,

μόνο τον επισκέπτεσαι ανήμερα των γενεθλίων του
(    τα ετήσια μνημόσυνα σε κάνουν να φρικιάς  ,
    τα θεωρείς απόκοσμο εορτασμό του θανάτου
   κι εσύ επιμένεις να τιμάς πάντα τη γέννησή του
  κι ας μεσολάβησε η λεπτομέρεια του θανάτου     ).




    Επιστροφή στη μήτρα

Όταν,
άθελά μου,
τυχαίνει να παρευρεθώ,
σα μάρτυρας, 
σε οιεσδήποτε σκηνές
                                           εντάσεων,
       αντεγκλήσεων,
                                    δριμέων κατηγορώ
                                                  ή
                                                                       απλής ζηλοτυπίας
        ( καθόσον εγώ δεν προκαλώ ποτέ τέτοιες συρράξεις -
                            δεν το επιτρέπει η αγωγή μου
                                  ή μήπως η έπαρσή μου  ;                         ),

τότε,
κλείνω τη μύτη και βυθίζομαι αργά,
στ’ ατάραχο σκοτεινό νερό,
αρνούμενη ν’ αναδυθώ ,
προτού λήξουν οι εχθροπραξίες 
                         κι
απομακρυνθούν όλοι οι τραυματίες

(                       μέχρι σήμερα, στα σαράντα επτά μου,
      η καλύτερή μου επίδοση σ’ αυτήν την κατάσταση άπνοιας
 είναι δυόμισι ώρες, τριάντα τρία λεπτά και πενήντα ένα δεύτερα         ).




Λίαν εύθραυστον

Συχνά,
            ουρλιάζω μέσα μου :

         «Παρακαλώ πολύ,
                                                  φερθείτε μου
                                                 με καλοσύνη,
                                τείνω να γίνομαι χίλια κομμάτια».

Ίσως,
αν τύλιγα, στο στέρνο μου,
μια πλαστική ταινία
         με τη γνωστή επιγραφή  «ΛΙΑΝ  ΕΥΘΡΑΥΣΤΟΝ»..

Όμως,
ποιος θα με πάρει πια στα σοβαρά
-και-
ποιον θα πείσω,

όταν,
από μικρή,
                                           πάσχισα για την περί του αντιθέτου εντύπωση
και, πλέον, 
επιτυχώς τους έχω ξεγελάσει όλους

για την αδιάτρητη πανοπλία μου
-και-
την  παντός καιρού ανθεκτικότητά μου ;




Καταιγίδα εν κρανίω                                         

Η βροχή συνεχίζει ακατάπαυτα :
μουντή, λασπώδης και θολή,
μουλιάζοντας  -και-  μουδιάζοντας τα πάντα.

Κι αίφνης,
είμαι βέβαιη

-με μια βεβαιότητα αδιασάλευτη -

ότι αυτή κατέρχεται, αποκλειστικά,
μες στο κεφάλι μου :
μουντή, λασπώδης και θολή,
μουλιάζοντας  -και-  μουδιάζοντας τα πάντα.




Σφιγμένα δόντια

Η μητέρα μου πάντοτε έλεγε
πως σαν παιδί έσφιγγα «υπέρ το δέον» τα δόντια :
πολύ πιο συχνά απ’ ότι αναλογεί στο μέσο συνετό άνθρωπο.

Έτσι, ανθιστάμενη, 
πέρασα όλη την εφηβεία .

Μα μεγαλώνοντας,
τα δόντια μου κουράστηκαν
κι έπαυσαν πια να μ’ υπακούν.

     Και τώρα που τα δόντια μου βουβάθηκαν και δήλωσαν παραίτηση
-η γλώσσα, βλέπετε, είχε αποδράσει, για μέρη πιο ζεστά, πολύ νωρίτερα-,
          η μόνη αντίδραση που μου ’μεινε απέναντι στα πράγματα
είναι
         μία σύσπαση κάποιων μυών σ’ ένα υποτιθέμενο μειδίαμα,
          μειλίχιο, στραβό κι άτονο,
      με το οποίο προσπαθώ, κακήν κακώς, ν’ ορθώσω ανάστημα
πλην, όμως,
                          το τελευταίο πάντα υπολείπεται,
                     κατά είκοσι τρεις πόντους τουλάχιστον, 
                     του (εκάστοτε) ύψους των περιστάσεων.




Προδημοσίευση από την ποιητική συλλογή της Πολύνας Γ. Μπανά με τίτλο «Η ΚΑΤΑΦΑΝΗΣ ΕΞΩΣΤΡΕΦΕΙΑ ΤΩΝ ΦΩΝΗΕΝΤΩΝ» που αναμένεται να κυκλοφορήσει, το φθινόπωρο του 2016, από τις εκδόσεις ΣΑΙΞΠΗΡΙΚΟΝ.

Στην εικόνα: Edvard Munch, "The Scream", 1893