Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2018

Τόλης Νικηφόρου, "Ίχνη του δέους"





ένα παιδί


με το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι
κοιτάζω εκστατικά
πίσω απ’ τις στάλες της βροχής
ένα πολύχρωμο κόσμο

κρύβω μέσα μου ένα παιδί
με τις τσέπες γεμάτες μπίλιες
μέσα στο χειμώνα
ένα παιδί με δακρυσμένα μάτια
για το γατάκι του που πέθανε
για το λουλούδι που μαράθηκε
για όσους έφυγαν χωρίς επιστροφή

κρύβω μέσα μου ένα παιδί
με τρύπιο παλτό
που λαχταράει τα ζεστά κάστανα
τη γειτονιά και τους φίλους
την άνοιξη που θα ’ρθει

κρύβω μέσα μου ένα παιδί
που δεν δέχεται
πως μπορώ να γελάω
όταν την ίδια στιγμή κάποιος κλαίει

κρύβω μέσα μου ένα παιδί
απαρηγόρητο
που θα ’θελε να φτιάξει τη ζωή
στα μέτρα της καρδιάς του



Αναρχικά (1979)





επίλογος


έστω λοιπόν
όταν στεγνώσει το ποτάμι
όταν στερέψει η μνήμη
αίμα, δάκρυ κι ιδρώτα
ας είναι η αθωότητα το τελευταίο ψήγμα
στης φύσης που απομένει την τραχιά παλάμη

έστω λοιπόν
η έσχατη αυτή γαλήνη
τα πρόσωπα ας κρυσταλλώσει των πεθαμένων
για να βλαστήσουν στα τυφλά τους μάτια
κίτρινες πεταλούδες
φωνές παιδιών
μια στήλη ίσως καπνού που χαιρετίζει
τον γυρισμό από ατέλειωτο σκοτάδι

έστω λοιπόν
αν είναι η νύχτα να σφραγίσει αυτόν τον κύκλο
κάτω απ’ τις ρημαγμένες πέτρες
ας μπουμπουκιάσει ένα καινούριο φως



Ο πλοηγός του απείρου (1986)





αυτοβιογραφία, 1


κρατάω την ανθρωπότητα στην αγκαλιά μου
απλώνω τα σπασμένα δάχτυλα
και της χαϊδεύω τα μαλλιά
της γράφω παραμύθια
της ψιθυρίζω ποιήματα
και τη φιλάω τρυφερά στα μάτια
λες κι είναι ένα μικρό παιδί
ζεστό καφτό
και με τον εφιάλτη από τον ύπνο τρομαγμένο

λες κι είναι το δικό μου το παιδί
λες κι είναι όλα τα παιδιά του κόσμου
που αξίζουν ένα θαύμα καθημερινό
όπως το βότσαλο όταν αστράφτει
με χίλια χρώματα στα διάφανα νερά
και ζουν μέσα στο ψέμα και τον θάνατο

κρατάω την ανθρωπότητα στην αγκαλιά μου
να τη ζεστάνω για να ζεσταθώ κι εγώ
και της μιλάω για ν’ ακούσω ζωντανή φωνή
και κλαίω



Την κοκκινόμαυρη ανεμίζοντας της ουτοπίας (1997)





λάμπουν σαν δάκρυα τα Χριστούγεννα


ένας μικρός χριστός γεννιέται πάλι αύριο
μόνος στον κόσμο
ένας μικρός χριστός που ζωγραφίζει θαμπά στο τζάμι
δέντρα για τα παιδιά
καράβια για τα όνειρα
ένα παραμύθι της αγάπης για τους απελπισμένους
παραμονή
και τα χιλιάδες φώτα της πλατείας
στα μάτια του λάμπουν σαν δάκρυα



Γαλάζιο βαθύ σαν αντίο (1999)





και ούτε καν γνωρίζει τ’ όνομά της


υπάρχουν, είπε, μυριάδες ενοχές
η αθωότητα όμως είναι μία
μία και μόνη στη δική της χώρα
και ούτε καν γνωρίζει τ’ όνομά της
έκθαμβη μέσα στα θηρία περιφέρεται
όλα τα βλέπει
όλα τα ανέχεται
σ’ όλα σκορπίζει το δικό της φως
φως ολοφάνερο και μυστικό
που σβήνει και δεν χάνεται
με χίλια χρώματα λευκό
απορημένο φως

μικρό μου χειμωνιάτικο πουλί
ανυπεράσπιστο τραγούδι τ’ ουρανού



Μυστικά και θαύματα,
ο ανεξερεύνητος λόγος της ουτοπίας (2007)





γιατί το φως


υμνώ το φως
για να εξορκίσω το σκοτάδι
γιατί πίσω απ’ το κόκκινο
και το βαθύ γαλάζιο
κυλάει ένα ποτάμι θλίψης

υμνώ το φως
σαν χάδι στο παιδί
που ακόμα ελπίζει μέσα μου
σαν κάποια λύτρωση
απ’ τα πολλά μου τραύματα

υμνώ το φως
γιατί είμαι πλάσμα του βυθού
που απώλεσε τον ουρανό
και τον αναζητά
και τον επικαλείται απελπισμένα

υμνώ το φως
γιατί το φως πηγάζει μέσα μου
γιατί δεν έχω άλλη πατρίδα



Φλόγα απ’ τη στάχτη (2017)





Από το βιβλίο «Τόλης Νικηφόρου - Ίχνη του δέους [Επιλεγμένα ποιήματα 1966-2017]», εκδ. Ρώμη 2018.

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2018

Αντώνης Φωστιέρης, "Το μεγάλο ταξίδι"





ΦΥΓΟΚΕΝΤΡΟΣ


Έξω, πιο έξω, έξω απ’ τον τροχό,
Σπρώξε τον κύκλο, πιο έξω, να τον σπάσεις.

Απ’ τη στεφάνη έξω, απ’ τον κλειστό
Μακριά τον τόπο να περάσεις,

− Πιο έξω − με μακρύ στριγγό να τιναχτείς αχό.





ΓΛΥΠΤΟ


Άγαλμα σκαμμένο απ’ τη θλίψη
Σε στάση κόρης που ’χει σκύψει
Το κεφάλι και βουβά θρηνεί
Με θολό το βλέμμα που σπαράζει

                                  − Έτσι μοιάζει
Κι η τυραννισμένη μας ψυχή.





ΕΝΑΣ ΑΘΑΝΑΤΟΣ


Πίσω απ’ τα νοτισμένα τζάμια, πίσω
Απ’ τα κλειστά παράθυρα
Και κάτω απ’ το πέλμα της σιωπής
Την ησυχία της νύχτας,
Ένας μικρός αγκαθωτός αθάνατος
Σα φλόγα πράσινη
Και σαν κατάρα υψώνεται.

Μέσα απ’ τα σφραγισμένα βλέφαρα
Ήλιοι μικροί γεννιούνται
Και πεθαίνουν.





ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΩΝ ΩΡΩΝ


Είναι κάποιες νύχτες μάταια θλιβερές
Και κάποιες μέρες
Π’ αρμενίζουν μες στον χρόνο σα νωθρές
                                                             γαλέρες.

Πάντα κάποιοι ανέμοι νότιοι δυτικοί
Τις κυβερνάνε
Και χωρίς σκοπό σε πέλαγο πλατύ
                                κυλούν και πάνε.

Είναι πάλι κάτι ώρες αδειανές
Βουβές και κρύες
Που στα κύματα χορεύουν σαν τρελές
                                           τρελές σχεδίες·

Κι είναι κάποιοι κουρασμένοι ναυαγοί
Που ως να πεθάνουν
Ονειρεύονται να φτάσουν σε μια γη
                              − Αλλά δε φτάνουν.





Από τη συλλογή «Το μεγάλο ταξίδι» (1971).
Πηγή: «Αντώνης Φωστιέρης - Ποίηση, 1970-2005», εκδ. Καστανιώτη 2008.

Στην εικόνα: Jean Louis Théodore Géricault: «Le Radeau de la Méduse».
Πηγή για την εικόνα:
https://en.wikipedia.org/wiki/The_Raft_of_the_Medusa

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2018

Saint-John Perse, "Χρονικό"




ΧΡΟΝΙΚΟ
(Αποσπάσματα)


1


ΙΔΟΥ μας, μεγάλη ηλικία. Δροσιά του βραδιού στα υψώματα, πνοή του πελάγους σε όλα τα κατώφλια, και τα μέτωπά μας γυμνωμένα για πιο φαρδιές κονίστρες…


~*~


Όσο υψηλή κι αν είναι η τοποθεσία, μακρυά κάποια άλλη θάλασσα υψώνεται, και που μας ακολουθεί στο ύψος του ανθρώπινου μετώπου:  ύψιστος όγκος κι από χρόνια στημένος στον ορίζοντα κάθε στεριάς, σα λίθινο προπύργιο στη μετώπη της Ασίας, κ’ ύψιστο κατώφλι που φλέγεται στον ορίζοντα των παντοτινών ανθρώπων, ζώντων και νεκρών απ’ το ίδιο πλήθος.




2


Ιδού μας, μεγάλη ηλικία, στους απεριόριστούς μας δρόμους. Μαστίγιου πλαταγίσματα σ’ όλους τους τραχήλους! Και κραυγή υψίστη στο ύψωμα! Κι αυτός ο μέγας από αλλού άνεμος, που κυρτώνει τον άνθρωπο πάνω στην πέτρα, όπως το αλέτρι στην γη πάνω.


~*~


Κ’ έχουμε ακόμη αυτό να πούμε: ζούμε πέρα απ’ το θάνατο, και θα ζήσουμε κι από τον ίδιο το θάνατο. Έχουν περάσει τ’ άλογα που έτρεχαν στ’ οστεοφυλάκιο, με το στόμα από τις αλιφασκιές της γης δροσερό ακόμα. Και το ρόδι της Κυβέλης βάφει ακόμα με το αίμα του των γυναικών μας το στόμα.




6


Εκείνοι που ανήκαν στα πράγματα δε μιλάνε για τη φθορά ούτε για τη στάχτη τους, μα γι’ αυτή τους την υψηλή, σε πορεία, ζωή, πάνω στη γη των πεθαμένων… Κ’ η γη κάνει τον θαλάσσιο θόρυβό της μακρυά, στα κοράλια πάνω, κ’ η ζωή κάνει τον φλεγόμενης βάτου θόρυβό της στις κορφές. Κ’ είναι, στο σκιόφως των νερών, βροχή άπαυτη από τέφρα λεπτή κι απαλόν ασβέστη πάνω στα μεγάλα μεταξωτά βάθη τής χωρίς ύπνον αβύσσου.




7


…Ω μνήμη, μερίμνησε για τ’ αλάτινα ρόδα στου. Το μέγα ρόδο της εσπέρας φιλοξενεί το αστέρι στο στέρνο του σα χρυσόμυγα. Ας φύγει έξω απ’ τους θρύλους του ύπνου αυτό το ενέχυρο του φορτωμένου αστέρια ανθρώπου!




8


Την προσφοράν, ω νύχτα, πού να τη φέρουμε; και πού να εμπιστευθούμε το εγκώμιο; Σηκώνουμε με όλη τη δύναμη των μπράτσων μας, στην επιφάνεια των χεριών μας, σα νεοσσούς με νεογέννητες φτερούγες, αυτή τη σκοτιδιασμένη ανθρώπινη καρδιά, εκεί που υπήρξε το ακόρεστο, κ’ υπήρξε το φλογερό, και τόση αναποκάλυπτη αγάπη…




Μετάφραση: Άρης Δικταίος




Από το βιβλίο «Χρονικό», εκδ. Κοραής, 1967.

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018

Κώστας Βάρναλης, "Ποιήματα"





Η ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΤΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ


Πώς του σπαθιού σου στόμωσεν η κόψη
και πώς μετράς τη γης με ανύπαρχτη όψη;
Κλεισμένη στων Ελλήνων τα ιερά
τα κόκαλά μας, σκούζε, Λευτεριά.

Αιώνες σε κρατάνε φυλακή
οι αφεντάδες σου ξένοι και δικοί.
Και σ’ αμολάνε λίγο, αν είναι χρεία
να πνίξεις αλλωνών ελευθερία!


                                                            (28-11-73)





ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΣΟΥ


Στη ζήση αυτή που τη μισούμε,
στη γης αυτή που μας μισεί,
κι όσο να πιούμε δε σε σβηούμε,
πόνε πικρέ και πόνε αψύ,
που μας κρατάς και σε κρατούμε·

σ’ αυτήν τη μαύρη γης και ζήση,
που περπατούσαμε τυφλά
κι ανθός για μας δεν είχε ανθίσει
κι ούτε σε δέντρον αψηλά
κρυμμένο αηδόνι κελαηδήσει,

ήρθες Εσύ μιαν άγιαν ώρα,
όραμα θείο και ξαφνικό,
και γέμισε ήλιο, ανθόν, οπώρα,
κελαηδισμόν παθητικό
όλ’ η καρδιά μας, όλ’ η χώρα.

Αχ! τόσο λίγο να βαστάξει
τούτ’ η γιορτή κι η Πασκαλιά!…
Έφυγες κι έχουμε ρημάξει
ξανά και πάλι. Η Πασκαλιά
γιατ’ έτσι λίγο να βαστάξει!





ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΟ


Σαράντα σβέρκοι βοδινοί με λαδωμένες μπούκλες,
σκεμπέδες σταυροθόλωτοι και βρόμιες ποδαρούκλες,
ξετσίπωτες, ακαμάτηδες, τσιμπούρια και κορέοι
ντυμένοι στα μαλάματα κι επίσημοι κι ωραίοι.

Σαράντα λύκοι με προβιά (γι’ αυτούς βαρά η καμπάνα)
καθένας γουρουνόπουλο, καθένας νταμιτζάνα!
Κι απέ ρεβάμενοι βαθιά ξαπλώσανε στο τζάκι
κι αβάσταγες ενιώσανε φαγούρες στο μπατζάκι.

Όξ’ ο κοσμάκης φώναζε: «Πεινάμε τέτοιες μέρες»
γερόντοι και γερόντισσες, παιδάκια και μητέρες·
κι οι των επίγειων αγαθών σφιχτοί νοικοκυραίοι
ανοίξαν τα παράθυρα και κράξαν: «Είστε αθέοι».





Πηγή: Η Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα (http://www.greek-language.gr/greekLang/index.html).

Στην εικόνα: Ο Κώστας Βάρναλης με τη γυναίκα του, την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου-Βάρναλη.
Πηγή φωτογραφίας: https://praxisreview.gr/

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

Κώστας Λιννός, "Μετασχηματισμοί Δ΄ "





ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ


Ένα μισοσβησμένο όνομα στο χώμα
Μια σπασμένη καρέκλα στην ερημιά
Κι οι άνθρωποι που λησμονήσαμε
Όπως το γράμμα στο μπαούλο.

Μια σοφία μυστικά διδαγμένη
Από το μακρινό σήμα της ησυχίας
Ξυπνά τη μέρα, τα πανιά λύνει
Των τραγουδιών που δεν ήρθαν ακόμη.





ΣΟΝΑΤΑ ΓΙΑ ΦΩΝΗ: ΣΕ ΑΡΓΟ ΡΥΘΜΟ


Δεν είναι απάντηση, κι ας μοιάζει έτσι, απέναντι απ’ το νυχτωμένο
             πέλαγος
Η λάμπα που δεν άναψε, το τσέλο που δεν βγήκε απ’ τη θήκη του
Και το φεγγάρι που δεν κολύμπησε απόψε ανάμεσα στις μνήμες.
Ο φρέσκος αέρας τρίζει στις χορταριασμένες ζωές
Κι αν ο καθένας ήταν καθρέφτης, πάνω του θα έγραφε τώρα
Αφηρημένα σχέδια με το δάχτυλο, τα μονοπάτια στους γκρεμούς
             που προέκυψαν.
Ο θάνατος επιστρέφει απ’ τις εκδρομές, η ερημιά αγκαλιάζει πιο
             σφιχτά τον εαυτό της,
Τώρα η μουσική κοιμάται στο νερό, στα πρόσωπα, στα φτερά
             του περιστεριού
Η γερτή ράχη της μοίρας πότε φαίνεται, πότε χάνεται
Κι ένα παλιό μολύβι γράφει ακόμα το βιβλίο που απέμεινε·
Είναι σαν να ’χουνε γενέθλια τα κύματα και να γιορτάζουνε μια
             φώτιση
Και στο ψηλότερο σημείο της καρδιάς ο φάρος να μην σβήνει
Κι ένα τσέλο να καίγεται και μια φωνή να τρίβεται σαν
             ψαροκάικο στον κάβο μιας υπόσχεσης.





ΟΙ ΕΡΗΜΙΤΕΣ


Σπουδάζοντας τη μουσική των δέντρων
Μίλησαν με τα σύννεφα
Τα λόγια τους αρχαίο νόμισμα
Κι ανάλαφρος τρύγος.
Κρατήσανε τη φωτιά
Και κράτησαν τη βροχή
Τα χέρια τους πεδίο μάχης
Μιας ετοιμοθάνατης αιωνιότητας.
Σπουδάζοντας τη μουσική της θάλασσας
Άκουσαν τον ήλιο να τους διαβάζει
Το στοχασμό των ανέμων
Κι ήταν τότε που έλαμψαν για μια στιγμή
Άγνωστα ψάρια πίσω απ’ τις λέξεις.
Τα λόγια τους κήπος κρυφός
Κι ανέμελη κόμη·
Σπουδάζοντας τη μουσική των βουνών
Μίλησαν με τους ίσκιους.





ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΕ Ή ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ


Ίσως κάτι καινούργιο να μπορεί να βρεθεί
Πέρ’ από τη χειμωνιάτικη θάλασσα·
Αυτή την αρχαία θάλασσα που τις νύχτες
Σκάβει μες στα σιωπηλά λευκά σπίτια
                                                          τη μνήμη.

Σαν να χαθήκανε οι λέξεις απ’ τον κόσμο,
Κι ένα ακυβέρνητο σκαρί σαν να γυρεύει
Τον λιγοστό ήλιο που απέμεινε.





ΩΔΙΚΑ ΠΤΗΝΑ


α΄

Βαθαίνουν τα σώματα
Κι ο ψίθυρος του χρόνου
Ντύνει τον ορίζοντα
Με μνήμες νεκρών ίσκιων,
                             Μάσκες ανέμων.


β΄

Τα φιλιά στο πρόσωπο
Των χαμένων ημερών
Πλέκουνε τα όνειρα
Του μοναχικού πεύκου
                             Χωρίς χρώματα.


γ΄

Λάδι έρμου καντηλιού
Στάζει στο φτωχό ρούχο
Της απεραντοσύνης·
Τα πτηνά τσιμπολογούν
                             Κάθε θάνατο.


δ΄

Χορεύει τ’ απάνεμο
Ράσο πάνω στο φράχτη·
Να ο νόμος που ’γιναν
Για τον ήλιο ρήτορες
                             Οι ερημήτες.


ε΄

Τις λέξεις γυρεύοντας
Σαν χταπόδια στα βράχια
Ο ρυθμός μαντεύεται
Αγγίζοντας την πέννα
                             Ή την απόχη.





Από τη συλλογή «Μετασχηματισμοί Δ΄», Οι εκδόσεις των φίλων, 2018.

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2018

Νίκος Μυλόπουλος, "Όπως η θάλασσα με το αύριο"





Πίσω απ’ αυτό το μπλε


ΣΥΝΤΟΜΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ


Ήταν μια σύντομη συνομιλία έμοιαζε φλόγα ετοιμοθάνατη
Όπως η ζωή κι ο έρωτας, το φιλί και το φως
Απ’ έξω περνούσαν απειλητικά τα τραμ σφυρίζοντας πως θα
      σ’ αρπάξουν
0 ουρανός ορφανός από βροχή χάριζε χαμόγελο ουράνιου
      τόξου
Υπήρχε τόση ομορφιά γύρω μας
Μα εμείς κοιτάζαμε περίλυποι τα μαραμένα φυλλαράκια
Ώσπου μαζέψαμε τα υπάρχοντά μας βιαστικά
Κι αναχωρήσαμε για χερσονήσους και στεριές ανεξερεύνητες
Για συγκυρίες κι επαφές σπαραχτικές
Καλοκαίρι ντυμένο Φθινόπωρο, καταπίεση ντυμένη ζωγραφιά.
Ύστερα ακουγόταν όλο και πιο καθαρά κάποιο σφύριγμα
Χωρίς κανείς να γνωρίζει αν αυτό σήμαινε επιστροφή ή
      αναχώρηση
Και κρατώντας στα ροζιασμένα χέρια μας δύο χρώματα
      κόκκινο κι ερυθρό
Αναπαλαίωση της αγάπης αρχινήσαμε, σε μια υπέρβαση
      δικαιοσύνης.





ΣΤΕΦΑΝΩΜΕΝΟΙ ΜΕ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ


Ο δρόμος ψέμα μακρύ με όλα τα φώτα του σβησμένα
Προκαλούσε ρίγος σαν ξυραφιά στην πλάτη της μνήμης
Η μέρα έπαιζε κουτσό στο πλακόστρωτο
Στεφανωμένοι με τα σύννεφα
Καλωσορίζαμε την ανάποδη νίκη
Σε χέρσο θάβοντας χωράφι τους φόβους μας
Ποτέ ξανά να μη φυτρώσουν.
Ύστερα οριοθετώντας το άγνωστο
Ξηλώναμε τις νάρκες και το παρελθόν που δεν γνωρίσαμε
Καθώς η λεπτή καμπύλη στο λαιμό σου
Λυπημένη θύμιζε νεροποντή
Κάθετη πλώρη καραβιού να μας πληγώνει.





Οπλίζοντας όνειρα


ΑΝΑΦΛΕΞΗ


Σφίξε λοιπόν με τα πελώρια μάτια σου
Πριν αυτά καταντήσουν δυο ελιές μαραμένες
Δυο περόνες τα πόδια σου, γραμμική ζυγαριά
Και εκείνα τα υπέροχα δάχτυλα ξεραμένα λιθάρια
Σαν ανθός βαμβακιού σε κατάμεστο από λάθη χωράφι
Τύλιξε με τώρα με φωτιά πριν το ευάερο φύλο σου
θυμίζει μόνο εφηβαίου αχλή
Με τα χείλη σκοτεινά τριαντάφυλλα σε θλιμμένο ροδώνα
Και γεμίζοντας με ακρίβεια ρολογιού
Το κενό μου ποτήρι της ύπαρξης
Ας λουστούμε μαζί στα κολλώδη νερά της πυρίτιδας
Σιωπηλά ναρκοπέδια λίγο πριν εκραγούμε.





ΚΑΤΑΚΑΛΟΚΑΙΡΟ


Ήταν κατακαλόκαιρο και τα κορμιά φλογισμένα
Θύμιζαν προπατορικό αμάρτημα
Τ’ αντρόγυνα ίδρωναν για ένα πιάτο φαγητό
Οι άντρες ονειρεύονταν μια νεαρή γυναίκα
Και τα κορίτσια ένα γέρικο χέρι αντρικό κρυφά να τ’ ασημώσει.
Οι λέξεις είχαν χάσει το νόημα και οι χαρές πάντα λίγες
Όλοι ζούσαμε για το χθες που τ’ ονομάζαμε αύριο
Οι τρελοί αυτοεξόριστοι στον μήνα της άδειάς τους
Κυκλοφορούσαν επιτέλους ελεύθεροι
Ενώ οι γιατροί κι οι δεσμοφύλακες πίσω απ’ τα σίδερα
Καφέ πίνοντας ελληνικό πυροβολούσαν.
Άφωνοι μπροστά στο χάος της σοφιστείας
Δεν μιλούσαμε πια ούτε στα όνειρά μας
Μικρές μερίδες θερισμού ψάχνοντας λίγο ακόμα.
Ύστερα ο χρόνος σκέπαζε τις κουβέντες των φτωχών
Όπως το χιόνι την αυλή
Όπως η θάλασσα τ’ αφηρημένα κοχυλάκια.





Γενικευμένη επίθεση


ΜΙΚΡΟ ΠΑΝΔΟΧΕΙΟ


Κοιτάζοντας τη ματαιότητα με μάτια γυάλινα
Καταπίναμε ατάραχοι την πρωινή παλίρροια
Ενώ τα βράδια στον πλάγιο φωτισμό της σελήνης
Μεγάλες ανοίγαμε τρύπες στη φαντασία
Ταΐζαμε με λάθη την ερωτική μας υπόσταση
Χωρίς υπεροψία φυγής και αντιπαραθέσεις φαντασμάτων
Κλυδωνιζόμαστε μόνο σε παθιασμένους εγκλεισμούς
Με λύσσα και μοσχοβολιά, απρέπειες και πάθος.
Αλήθεια με πόσα όνειρα ακόμη μπορείς να στολίσεις
Το μικρό πανδοχείο εκείνης της νύχτας.





ΣΕΛΙΔΕΣ ΣΙΩΠΗΣ


Ο χρόνος έτρεχε πίσω μας σαν τρύπιο λάστιχο καθηλωμένος
Ανεβασμένοι στο κατάστρωμα κάποιου αργού ποταμόπλοιου
Παρατηρούσαμε αμίλητοι τις ώρες να πνίγονται αναπάντεχα
Οι σκέψεις μας δολωμένα αγκίστρια σε αφρισμένα νερά
Κι ο πλούτος όλος μετρημένες σελίδες σιωπής
Σε σακούλι γεμάτο αναμνήσεις.
Σπάνια ο ήλιος ζωγράφιζε στα πρόσωπα στιγμιαίες χαρές
Όμως το άπειρο δεν διέθετε σκιά
Κι η αιωνιότητα μετρημένη αρχή και τέλος.





Αναπάντεχη Εδέμ

                                           στον Κώστα Θ. Ριζάκη


ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΗ ΕΔΕΜ


Τα μεγάλα λόγια ανέμιζαν σε δρόμους φαρδείς και σε
      μπαλκόνια
Η προσωπκή ζωή του καθενός γραφόταν σε συντριβάνια
Και σε χώρους καλά φυλαγμένους στην ουτοπία
Με δαχτυλικά γεμάτους και χειλικά αποτυπώματα
Ένα χέρι ομίχλης τύλιγε τότε σε χαρτί διάφανο τις εμπειρίες
Προστατεύοντας τους ανθρώπους από τον χρόνο.
Η μοναξιά και η ζωή αδελφές δίδυμες
Μισούσαν πάντοτε η μία την άλλη
Αλληλογραφώντας με τα μάτια
Εμπλουτίζαμε με χαμόγελο τα άχρωμα χείλη
Μηρυκάζοντας αμίλητοι αλήθειες και ψέματα
Έτοιμοι για αναχώρηση από πλατείες οκταγωνικές
Όμως ήταν τόσοι πολλοί οι δρόμοι που ανοιγόντουσαν
Που δεν ξέραμε ποιον να πρωτοδιαλέξουμε
Κι όσο μιλούσαμε ρούχα απομείναμε ορφανά
Στης σιωπής την κουρασμένη λεωφόρο.

Στον κήπο με τις κατεστραμμένες ζωές
Όποιο λουλούδι κι αν μύριζες μοσχοβολούσε.





Από τη συλλογή «Όπως η θάλασσα με το αύριο», εκδ. Γαβριηλίδης 2016.