Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2018

Ιγνάτης Χουβαρδάς, "Εκείνη"




Εκείνη
(σημειώσεις)


Όλα θα γίνονται στο σκοτάδι −είπε. Κι αυτό γινόταν. Σε μια στιγμή αργότερα, ενώ έβρισκα θαλπωρή στο στήθος της, θυμήθηκε πως έπρεπε να στείλει μήνυμα σε έναν φίλο της, θα του έγραφε ότι θα αργήσει άλλη μισή ώρα. Ήμασταν σε μια ερημική παραλία. Έγραφε στο κινητό της το μήνυμα κι η συσκευή ήταν ένας φακός που τη φώτιζε, που έδειχνε την εξαίρετη εικόνα της, τα μικρά της στήθη ολόγυμνα, τις ρώγες που πριν από λίγο βύζαινα, το λευκό της πρόσωπο, τα χυτά ξανθά μαλλιά. Ήταν υπέροχη, μια ζωγραφιά της αναγέννησης. Έκρυψε το κινητό στην τσάντα της. Τώρα ανακάλυπτα στο σκοτάδι πως είχε μια κρεατοελιά στο ένα ισχίο...



===



Να πάω στον γιατρό και τι να πω; Ότι ο πόνος στους αδένες εκεί κάτω στα χαμηλά είναι από εκείνη, τον τρόπο που με δάγκωνε, την υπερβολή σε όλα της τα φιλιά και τα δαγκώματα; Δεν πρόκειται να του πω τίποτα. Ο γιατρός δε θα ξέρει τι συνέβη και θα με στέλνει για εξετάσεις. Ας περιμένω, ξέρω το λόγο, τον ένιωθα καλά όταν με δάγκωνε.



===



Μου έκανε ένα δώρο σήμερα και δεν το κατάλαβε. Συγκεκριμένα μου είπε: «πήγα το πρωί κι έκανα πεντικιούρ, γιατί σκεφτόμουν τη βραδινή μας συνάντηση».



===



Είναι κάποια βιώματα που όταν τα ζεις, δε συνειδητοποιείς το βάρος τους, τη σπανιότητά τους. Θα περάσει ο καιρός, θα γίνουν οι μέρες άγονα χωράφια, ένας άνεμος που φυσά σε άδεια τοπία… και τότε, κάνοντας έναν πικρό απολογισμό, νιώθεις πόσο αδίκησες εκείνες τις μέρες −σου πρόσφεραν καρπούς που τότε δεν εκτιμούσες στο βαθμό που έπρεπε. Ίσως απέναντι σε αυτήν την προσφορά επιδείκνυες μια αφελή και ανώριμη έπαρση.



===



Όσο ήμουν νέος, νόμιζα πως όταν έκλεβα ένα χάδι από μια γυναίκα, έπρεπε να απολογηθώ για τις καλές μου προθέσεις, να της πω ότι δεν την κοροϊδεύω, ότι το χάδι και το φιλί θα είναι λάφυρα αφοσίωσης και όχι προδοσίας. Τώρα, τα χάδια έγιναν πιο απροκάλυπτα και χωρίς προσχήματα. Εκείνη μου λέει ότι προσφέρω υπηρεσίες για τις οποίες μου χρωστά ευγνωμοσύνη. Προσθέτει ότι δεν είναι υποχρεωμένη να με αποζημιώσει με τη δική της αφοσίωση.



===



Το τρέμουλο κι ύστερα το άδειασμα που μου μουδιάζει τα μέλη κι η σκέψη αν τελικά αξίζει τόσος κόπος
γι’ αυτή τη μέθη…
Κάποιες φορές αξίζει −όπως τώρα−, άλλοτε πάλι δεν αξίζει... Και την ώρα που λυγίζω, εκείνη σκύβει μπροστά στα γόνατά μου, με σκορπίζει στο τίποτα, ένα σμήνος από φτερά και σκόνη, μια σάρκα που διαλύθηκε σε πλήθος μαραμένα νούφαρα, μέχρι να ξαναγίνει σάρκα.



===



Εκείνη είπε: «Πειράζει που άναβα πιο πολύ όταν άρχισες να με δέρνεις;»



===



Όπως εκείνη μιλά για το παρελθόν της, για εραστές που πέρασαν από τη ζωή της, κι ενώ δε ρωτώ, ολοένα προκύπτουν περισσότεροι, όσο επιμένει να μιλά γι’ αυτά, είναι σα να μιλά για τη δική μου άδεια ζωή, για βήματα που ανακυκλώνονταν και δεν έβρισκαν την  παραμικρή αγκαλιά... Πρέπει να περάσω το σκόπελο και να μη τη μισήσω.



===



Θα έχουν προηγηθεί μέρες αιθρίας, με τον ουρανό καταγάλανο,
τον ήλιο κίτρινο και καυτό,
τα χωράφια με το στόμα διψασμένο, τους ηλίανθους ξερούς, το χώμα στεγνό να αναδεικνύει τις πέτρες…
Και είναι σίγουρο, μα απόλυτα σίγουρο −δε θα το ομολογήσει ποτέ πως το κάνει σκόπιμα−
πως την ώρα που θα με προσκαλέσει, θα έχουν μαζευτεί βαριά σύννεφα, η καταιγίδα θα ξεκινά και όσο θα οδηγώ θα δυναμώνει η μαύρη αντάρα κι η πυκνή λυσσασμένη βροχή δε θα με αφήνει να βλέπω στο ένα μέτρο. Χαλάζι θα πέφτει τώρα και χείμαρροι νερού θα με προσπερνούν και θα με ακολουθούν μέχρι να φτάσω στο μυστήριο εξοχικό της. Εκείνη με περιμένει κι οριακά, λίγο πριν πλημμυρίσουν όλα και χαθούν ζωές, θα προλάβω να μπω στην πόρτα που μου ανοίγει διάπλατα. Το πρώτο φιλί, το δέρμα που είναι λευκό και γυμνό. «Μια άλλη πλημμύρα» μου λέει τώρα, «μια άλλη καταιγίδα» επιμένει, κι έπειτα «φοβάσαι καθόλου;» κι απάντηση δεν παίρνει κι αφήνεται σε βογγητά που δε μοιάζουν με τις βροντές ενώ οι αστραπές που προηγούνται, φωτίζουν τη γύμνια της...



===



Αυτό το δωμάτιο γεμάτο καθρέφτες, να δείχνουν τις ατέλειες στο σώμα το δικό της το δικό μου, να αναδεικνύουν τη φαιδρή πλευρά της συνουσίας, πόσο αστείος μοιάζω όπως γυμνός βολοδέρνω πάνω της, κι ύστερα μια καταχνιά, όπως είμαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι δίπλα της, το θολό μου πρόσωπο με τα γκρίζα μαλλιά, το άδειο μου βλέμμα, το σώμα μου μια διεστραμμένη ηδονή, ένα κρυφτούλι με έγχρωμες εικόνες που με ψάχνουν και δεν θέλω να με ανακαλύψουν σε μια τόσο αδύναμη ώρα.



===



Όταν εκείνη θα αρχίσει να σου λέει καλά λόγια, πρώτα για την μπλούζα που φοράς σήμερα κι ύστερα για σένα, για το ζεστό σου χαμόγελο, για όσα της πρόσφερες, ακόμα και για τις ερωτικές σου επιδόσεις κι έπειτα θα αρχίσει να θυμάται τη γιορτή ή τα γενέθλιά σου και θα σου στέλνει χρόνια πολλά, όταν όλα αποκατασταθούν στο βαθμό που έπρεπε, ήδη είναι αλλού, βγαίνει με κάποιον άλλον.



===



«Βγες από το παραμύθι σου». Αυτό ήταν το μόνιμο ρεφρέν στις τελευταίες συναντήσεις μας…
−Έτυχε, μου είπε ένα μεσημέρι.
Σιωπή και συνεχίζει:
−Μια μέρα που πήγα μόνη μου στην αγορά, σ’ ένα κατάστημα, τον γνώρισα.
Κι οι λεπτομέρειες αποκαλυπτικές, ωμές, δύσκολες στη χώνεψη.
−Βρισκόταν στην ουρά στο ταμείο, δίπλα μου. Ζήτησα να μάθω την ώρα κι έτσι γνωριστήκαμε.
Κι έπειτα:
−Πήγαμε πρώτα για φαγητό και τη νύχτα κοιμήθηκα στο σπίτι του, όλη τη νύχτα, μια νύχτα μαζί του.
Ήταν μια γνώριμη σκηνή −σκεφτόμουν. Απλά άλλαξε ο παρτενέρ. Τόσο απλά, τόσο φυσικά, τόσο απέριττα.



===



«Ο χειμώνας μού αρέσει πιο πολύ, γιατί μπορείς να κρύβεσαι», είπε.
Ήταν μια φράση που τη βρήκα υπέροχη, βάλσαμο πραγματικό, ξαφνικά ένιωσα το χειμώνα που ερχόταν πιο ελαφρύ, καθόλου δυσβάσταχτο και μελαγχολικό.
Εκείνη απορούσε που βρήκα τόσο σημαντικό αυτό που είπε, γιατί δε συνειδητοποιούσε πόσο καλοκαιρινή ήταν η φύση μου, τόσο γεμάτη θέρος που ο χειμώνας πάντα λειτουργούσε σαν αντίστροφη μέτρηση για το καλοκαίρι. Τη ρώτησα σκόπιμα να μου εξηγήσει τι εννοούσε με το "μπορείς να κρύβεσαι".
«Εννοώ ότι δεν υπάρχει πλέον κόσμος στη φύση, όλοι είναι στα σπίτια τους, οπότε μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, χωρίς να σε βλέπουν».
Κι η εξήγηση που έδωσε, έκανε ακόμα πιο έντονη την επήρεια που είχε η φράση της πάνω μου.
Ξαφνικά το κρύο, η βροχή, ο άνεμος, η παγωνιά −δε με επηρέαζαν τόσο πολύ, δεν ήταν πλέον εχθροί μου. Ο σκοτεινός ουρανός δε φώλιαζε στην ψυχή μου. Το βαρύ τοπίο δεν είχε καταθλιπτική επίδραση πάνω μου, ήταν καθαρά διακοσμητικό, σχεδόν φιλικό.

(Όμως εκείνη που με ενέπνεε τόσο πολύ, ήταν η ίδια που με βύθιζε στο ζόφο, στο μαύρο σκοτάδι. Την ίδια στιγμή που με γοήτευε, μου έβαζε μια θηλιά στο λαιμό).





Στην εικόνα: "La sieste" του Νίκου Δραγούμη.

Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2018

Γιάννης Τόλιας, "Αμαρτολόγιο"





                                Από τα
                       ΣΠΑΡΑΓΜΑΤΑ


~*~

Κατάματα με ερημώνεις.


~*~

Είναι ποιήματα
που σε πιάνουν από το χέρι
και σε οδηγούν
σε μια σκοτεινή γωνιά
πάνω στον ώμο τους
γέρνεις και κλαις.


~*~

Πόσο μου έλειψε
η ομηρία της αγκαλιάς σου.


~*~

Έχει σημεία του ορίζοντα η μελαγχολία;


~*~

Θρηνώ
Γιατί ο ουρανός μου
είναι μικρός
και οι φτερούγες σου μεγάλες.


~*~

Η δύση
Ο μόνος φόνος του χρόνου
που καθημερινά αμνηστεύεται.


~*~

Οι ρωγμές στα ποιήματα
είναι ενθύμια φθοράς
Μέσα τους μπορείς να κρύψεις
ή να κρυφτείς.


~*~

Σκαρφαλώνεις στο φεγγίτη του ποιήματος
κι ανασαίνεις
την πιο σκοτεινή του επιθυμία.





ΣΤΗ ΘΗΡΕΥΤΡΙΑ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ


Έπρεπε να έχουμε συναντηθεί
σε εποχές άλλες
Τότε που η δύση
έσπαγε πάνω στα παράθυρά σου

Κι εσύ με ετοιμότητα λύπης
σε μια τρυφερή αναμονή δακρύων

Να με γκρέμιζες από τη μοτοσυκλέτα μου
κι από τις τσέπες του δερμάτινου
να άρπαζες τα ποιήματα.





ΨΗΛΑΛΩΝΙΑ


Καρφωμένο απόγευμα
στις αιχμές των πεύκων

Αχνίζει πηχτό
το αίμα της δύσης

Ποιο άλλο χρώμα
να συγκριθεί
με το πορφυρό δάκρυ του σιντριβανιού;

Κι ο άνεμος σκοτεινός
ξεφυλλίζει τις σελίδες της φοινικιάς
Πέφτουν λυπημένες ιστορίες
σαν αυλαίες μικρών δραμάτων
που ζήσαμε
με αθώους τώρα πια τους απόντες

Περισσότερο από μόνος

Τόσες λέξεις περαστικές
καμία δεν γύρισε
να με κοιτάξει.





ΕΓΩ ΣΟΥ ΧΑΡΙΣΑ


Εγώ σου χάρισα
πολύτιμα
τα σκοτάδια μου

Κι εσύ
με αναίδεια
ανέτειλες εκκωφαντικά
τις γαλανές
πανσέληνους των ματιών σου.





ΤΥΦΛΟΣ ΦΑΝΟΣ ΘΥΕΛΛΗΣ


Αφιλόξενος τόπος
άνυδρος
ούτε μια ροή συμπάθειας

Άνθρωποι ανέγγιχτοι από τη λύπη
διστάζουν να απλώσουν το χέρι
στην προσφορά μιας οδύνης

Στο λίγο του χρόνου που διέσχισα
μόνο χειραψίες υπαισθησίας αντάλλαξα

Έτσι διωγμένος
επιστρέφω στην αθέατη μοναξιά της γραφής
τουλάχιστον αυτή σου χαρίζει
μερικά θραύσματα περίπτυξης.


ΥΓ.:
Στο εξής με συμπαθητική μελάνη
θα γράφονται τα ποιήματα.





Από τη συλλογή «Αμαρτολόγιο» (2007), που περιλαμβάνεται στην συγκεντρωτική έκδοση «Ό,τι άγγιξα κι ό,τι θυμάμαι [ποιήματα 1981-2011]», εκδ. Γαβριηλίδης, 2011.

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018

Γιώργης Παυλόπουλος, "Λίγος άμμος"





ΤΟ ΤΑΜΕΙΟ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ

                                                 Στη Θ.Π.


Στον ύπνο του απόψε θα περάσει ένα τρένο.
Θα το ακούσει να σφυρίζει από μακριά
και καθώς θα μπαίνει ολόφωτο στην κάμαρά του
αυτός θα τρέξει στο ταμείο των ονείρων.
Υπάλληλος της νύχτας θα είναι ο εαυτός του.
Θα του ζητήσει μια θέση για Παρίσι
και βέβαια θα πληρώσει μ’ ένα ποίημα−
τη μόνη μονέδα που κρατά. Κι ο άλλος
αντί για εισιτήριο θα του δώσει
ένα λευκό τριαντάφυλλο
που θα της φέρει απόψε στη Μονμάρτη.

Rue du Mont Cenis αριθμός 52
θα χτυπάει θα χτυπάει μα κανένας δε θ’ ανοίγει.





ΤΗΣ ΓΥΦΤΙΣΣΑΣ

                                                 Στην Ανθή


Είπα σε μια Γύφτισσα
θέλω να γίνω γύφτος
να σε πάρω

Μπορείς μου λέει να φας για βράδυ
χόρτα πικρά χωρίς αλάτι
κι έπειτα να πλαγιάσεις;

Μπορώ της λέω

Μπορείς μου λέει να πλαγιάσεις
χωρίς να κλαις από το κρύο
πάνω στην παγωμένη λάσπη;

Μπορώ της λέω

Μπορείς μου λέει πάνω στη λάσπη
να μου ανάψεις το κορμί
και να το κάνεις στάχτη;

Αυτό κι αν το μπορώ της λέω

Μπορείς μου λέει τη στάχτη μου
να τη ρίχνεις στο κρασί σου
για να μεθάς πολύ, να με ξεχνάς;

Όχι αυτό, δεν το μπορώ της λέω

Γύφτος δε γίνεσαι μου λέει.





ΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟ


Μια Κυριακή απόγιομα
ένας νεκρός φαντάρος
μπήκε στον κινηματογράφο
πέντε μ’ εφτά.

Κάθισε μόνος σε μιαν άκρη
στο πίσω μέρος του εξώστη
χωρίς κανένας να τον βλέπει
κι έκλαιγε ήσυχα στα σκοτεινά.

Το έργο ήταν αισθηματικό
κάποτε το ’χε ξαναδεί
μαζί μ’ ένα κορίτσι
πάνε σαράντα χρόνια.

Μια Κυριακή απόγιομα
πέντε μ’ εφτά
πριν φύγει για το μέτωπο.





Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ


                            Ι

Ξαφνικά το ποίημα σκόνταψε
κι έπεσε πάνω στ’ αγκάθια.
Το κοίταξε σχεδόν αδιάφορος
είχε κουραστεί πια να το προσέχει.
Την ίδια νύχτα στον καθρέφτη
είδε το σώμα του γεμάτο αγκάθια.


                            ΙΙ

Χιόνιζε. Το ποίημα ξεπαγιασμένο
του χτύπησε την πόρτα.
Έτρεξε και του άνοιξε, το πήρε
και το ζέστανε στην αγκαλιά του.
Μα σαν ζεστάθηκε άρχισε να τον τυλίγει
γύρω στο λαιμό και να τον πνίγει.


                            ΙΙΙ

Μια μέρα το ποίημα τρελάθηκε
βγήκε από τα μέτρα του.
Όσο κι αν προσπάθησε να το κρατήσει
εκείνο πάντα ξέφευγε σε κόσμους άλλους.
Σε μια στιγμή κοιτάχτηκαν βαθιά στα μάτια
και τότε το δέχτηκε όπως ήταν.


                            ΙV

Σ’ αγαπώ είπε στο ποίημα
και το αγκάλιασε παράφορα.
Εκείνο δε μίλησε.
Τον φίλησε στο στόμα ξέροντας
πως πάντα το ξεχνούσε
για χίλια άλλα ποιήματα.


                            V

Κάποια νύχτα το ποίημα περίεργο
μπήκε κρυφά στην κάμαρα του ποιητή.
Τον βρήκε να κοιμάται ήσυχος
έσκυψε πάνω του και το παρατηρούσε.
Είδε τότε τα χαρακτηριστικά του να χάνονται
τη μορφή του να γίνεται άγνωστη.





Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ


«Είμαστε κάπου εκεί μαζί
και κανείς δεν ξέρει πού είμαστε
και σε κοιτάζω
όπως κοιτάζει ο ουρανός τη Θάλασσα
και σ’ αγαπώ
και πονάω για Σένα και για μένα
πονάω για τον χαμένο χρόνο της αγάπης

Πες μου πως δε θα μπορέσουμε
να πεθάνουμε ποτέ
Εσύ που είσαι από μένα
κι εγώ που είμαι από Σένα
που είμαι τίποτα
χωρίς Εσένα

Πες μου αν ξέρεις
− εγώ δεν ξέρω −
πότε σε γνώρισα και πού
πότε σε πρωτοκοίταξα
όπως κοιτάζει ο ουρανός τη Θάλασσα
εγώ που σ’ αγαπώ
πριν από την πρώτη μέρα του κόσμου
και πονάω για Σένα και για μένα
πονάω για τον χαμένο χρόνο της αγάπης».

Στίχοι αισθηματικοί που δεν τους δημοσίευσε ποτέ
κι έμειναν για χρόνια θαμμένοι στα χαρτιά του.
Άλλωστε το είχε καταλάβει από πολύ νωρίς
δεν του πηγαίναν τέτοιες υπερβολές ποιητικές.
Όμως απόψε που τους διάβαζε αργά τη νύχτα
πόνεσε πάλι όπως και τότε
για τον χαμένο εκείνο χρόνο της αγάπης.





Ο ΑΛΛΟΣ


Εκεί που πάλευα να τελειώσω το ποίημα
περασμένα μεσάνυχτα
ήρθε πάλι ξαφνικά με ανοιχτό αμάξι
με δυο γυναίκες αγκαλιά
και κάτω από το παράθυρό μου
κατέβα άθλιε μού φώναζε
παράτα τα που να σε πάρει
σκίσ’ τα επιτέλους τα χαρτιά.

Κατέβηκα με την ψυχή στο στόμα
όμως ο δρόμος ήταν έρημος
και τσακισμένος ξαναγύρισα στο ποίημα
κι όλη τη νύχτα πάλευα
χωρίς να το τελειώνω.





Από τη συλλογή «Λίγος άμμος», που περιλαμβάνεται στην συγκεντρωτική έκδοση «Γιώργης Παυλόπουλος - Ποιήματα, 1943-2008», εκδ. Κίχλη, 2017.

Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2018

Διονύσης Καψάλης, "Μέρες αργίας"





ΙΙ.


Τα σεραφείμ, τα χερουβείμ, οι μαύρες σκέψεις,
μέσα στο λίγο που κοιμάμαι συγυρίζουν·
βάζουν παράθυρα της νύχτας, ευμενίζουν
κλεισμένες πόρτες − περιμένουν επισκέψεις.

Κι ας διαφωνώ με τόση πένθιμη σοφία,
φιλοτεχνώ πειθήνια σε κάποιο βάζο
λουλούδια της γεντιανής κι επισκευάζω
ημερολόγια, αισθήματα, λοφία.

Λέω, θ’ ανοίξει σαν αυλαία τ’ όνειρό μου,
και θα παιχτεί ξανά ο πρώτος εαυτός μου,
θ’ αποδοθεί επακριβώς και θα τελειώσει·

κι αυτό το άθλιο παράπηγμα του τρόμου,
αυτό το θέατρο του ειπωμένου κόσμου,
με μια πνοή βρεγμένου δρόμου θα παλιώσει.





VΙΙ.


Ένα συναίσθημα αργό, καθώς τελειώνει
κάτι που άρχισε − δεν ξέρω πόσα χρόνια·
κι είναι νωρίς ακόμη· νύχτες με τριζόνια
θα ’ρθουν πολλές, και πάντα η μνήμη θ’ αλλοιώνει.

Είναι πολύ νωρίς, κι η μνήμη που αραδιάζει
θαμπές μορφές απ’ το βιβλίο των νεκρών,
αποτραβιέται, σαν σε γύρισμα νερών,
μ’ ένα συναίσθημα αργό καθώς βραδιάζει.

Να ’ναι το σχήμα της θλιμμένης εποχής,
να ’ναι το σπίτι στη βροχή που σαν θαλάμη
μαζεύει φόβο, κι ο βυθός μιας ενοχής;

Κλείνω στο χέρι μου μια παιδική παλάμη,
και απαλά μέσα στον ύπνο της ψυχής
με νανουρίζει χαμηλόφωνο ποτάμι.





Χ.


Πολλά τα θραύσματα κι ανεύρετα· οι πόνοι
δεν έχουν τίποτε να πουν για την πληγή·
κάποιο σκοτάδι σου θα είχε διαρραγεί,
για να θυμάσαι τέτοιο φως να σε σηκώνει.

Και πριν τα λόγια της αγάπης γίνουν σκόνη,
πώς μεσιτεύουν οι σιωπές κι αυτομολείς
στον ουρανό, που καθρεφτίζεται πολύς,
και στον αιθέρα που παρήγορα νυχτώνει.

Κοιτάς, κι αμίλητος ο έναστρος καθρέφτης,
πέρα στη νύχτα, τόσο απέραντα παρών,
σε υποδέχεται βαθαίνοντας, και πέφτεις,

ο αφανής των κοσμημένων ημερών,
με τη βαρύτητα της πρώτης απορίας,
εδώ παράμερος, εκεί ψηλά παρίας.





ΧΙΙ.


Επικρατούσε μια θλιμμένη ποικιλία,
εκεί που έδυε το φως των ουρανών,
κι όπως στα νύχια σου περνούσες το μανόν,
ακολουθούσα μια κρυφή συνομιλία.

Θα μας αρκούσε μια γιορτή στη Σικελία,
ή μια παρέλαση εφίππων Ουκρανών·
μ’ όλο το άφωνο βάρος των αδρανών
μελών μας πέφταμε νωρίς στην υπνηλία.

Άχαρος πίνακας ασήμαντου ζωγράφου·
να μας τιμούσε ο Μπονάρ ή ο Βερμέρ,
να μη μας έπνιγε η πρόνοια του τάφου.

Να ’ταν κι η θάλασσα η πικροκυματούσα,
να λικνιζόμαστε στους τόνους του La Mer,
κι από τα νύχια ως την κορφή να σε φιλούσα.





Από τη συλλογή «Μέρες αργίας» (1995).
Πηγή: η συγκεντρωτική έκδοση «Διονύσης Καψάλης - Τετραλογία», εκδ. Άγρα 1997.
Στην εικόνα:
Johannes Vermeer: «The Astronomer» (1668).

Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018

Ξανθίππη Ζαχοπούλου, "Μάρερμα"




Μάρερμα


Μάρερμα
Παλιό ξεχασμένο φυλαχτό των Ίνκας
Μάρερμα
Χάδι βαμμένο με βερνίκι λατρείας
Μάρερμα
Αρμύρα που καίει το βράδυ τα χείλια
Στενεύω τον κόσμο να γίνει ευθεία
να τον ταξιδέψω με μία ταχεία
Αέρας η ζωή

Ώρα την ώρα χάνουμε χρόνια
Φιλί φιλί γινόμαστε παλιοί

Μάρερμα
Γεύση κορμιού στο χώμα
Μάρερμα
Γραμμή πρωινού στου πόνου το χρώμα
Μάρερμα
Χρυσό δαχτυλίδι με πέτρα την τύχη
Σκαλίζω τον κόσμο να γίνει δυο στήθη
ν’ ακουμπήσω μια νύχτα τα χείλη
Δωσ’ μου ζωή.





Ένωση


Ό,τι αντέχει στη σιωπή κρατάει αιώνια
Ό,τι φοβάται τη ζωή μαραίνεται σαν φύλλο

Ό,τι ανοίγει σαν φτερό κερδίζει ουρανούς
Ό,τι τη γη αγαπάει σαν δέντρο μεγαλώνει

Ανοίγεις τη ζωή σου διάπλατα
άμμος αμέτρητη στα δάχτυλα η αγάπη

Αρχίζει ο χρόνος στην παλάμη σου να τρέχει
σαν δυο σταγόνες που ενώθηκαν σε μία.





Αόρατη γεωμετρία


Ανήλιαγη η πρώτη μέρα
φως και βυθός οι επόμενες

Κρύσταλλο περίμενα το γέλιο σου
μέσα να δω τη διάφανη ζωή σου

Οι ρόμβοι του πατώματος
στήνουν τη γεωμετρία τους στα βήματά σου

Φειδωλές οι εικόνες
προσθέτουν στη μνήμη

Όσες φορές ζυγίσεις ένα δάκρυ
τόσο πιο λίγο μετράει ο πόνος στη ζωή σου

Η γεωμετρία του σύμπαντος
οργανώνει τη ζωή μας

Η γεωγραφία του σώματος
ταξιδεύει τις μνήμες

Όσο αντέξει η στιγμή στον χρόνο
τόσο πιο πολύ ζωή αντέχουμε

Η ανέμη του σώματος
γυρίζει τις ώρες μας

Όσο κοιτάς ένα αστέρι
τόσο χάνει από τη λάμψη του
και φωτίζει τα σκοτάδια σου.





Από τη συλλογή «Μάρερμα», εκδ. Πηγή, 2016.

Πέμπτη 11 Ιανουαρίου 2018

Νίκος Καββαδίας, "Πούσι"




ΠΟΥΣΙ

                                                  Στην Ελένη Χαλκούση


Έπεσε το πούσι αποβραδίς
− το καραβοφάναρο χαμένο −
κ’ έφτασες χωρίς να σε προσμένω
μες στην τιμονιέρα να με δεις.

Κάτασπρα φοράς κ’ έχεις βραχεί,
πλέκω σαλαμάστρα τα μαλλιά σου.
Κάτου στα νερά του Port Pegassu
βρέχει πάντα τέτοιαν εποχή.

Μας παραμονεύει ο θερμαστής
με τα δυο του πόδια στις καδένες.
Μην κοιτάς ποτέ σου τις αντένες
με την τρικυμία· θα ζαλιστείς.

Βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρό
κ’ είν’ αλάργα τόσο η Τοκοπίλλα.
Από να φοβάμαι και να καρτερώ
κάλλιο περισκόπιο και τορπίλλα.

Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη.
Ήρθες να με δεις κι όμως δε μ’ είδες
έχω απ’ τα μεσάνυχτα πνιγεί
χίλια μίλια πέρ’ απ’ τις Εβρίδες.





KURO SIVO

                                                  Στο Γιώργο Παπά


Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε, με το πρώτο.

Πέρ’ απ’ τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σου ’πανε μια κούφιαν ώρα στην Αθήνα.

Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ’ ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μες στο μυαλό σου να σφυρίζει,
«ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;»

Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κ’ έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που ’χα με κούραση γυμνάσει.

Η λαμαρίνα! ... Η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.
Μας έσφιξε το Kuro Siwo σα μια ζώνη
κ’ εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ’ το τιμόνι,
πώς παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.






ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

                                                  Στο Γιώργο Κουμβακάλη


Ήτανε κείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης,
το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά.
Σ’ έστειλε ο πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις,
μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά.

Ξέχασες κείνο το σκοπό που λέγανε οι Χιλιάνοι
− Άγιε Νικόλα φύλαγε κι Αγιά Θαλασσινή. −
Τυφλό κορίτσι σ’ οδηγάει, παιδί του Modigliani
που τ’ αγαπούσε ο δόκιμος κ’ οι δυο Μαρμαρινοί.

Νερό καλάρει το fore peak, νερό και τα πανιόλα,
μα εσένα μια παράξενη ζαλάδα σε κινεί.
Με στάμπα που δε φαίνεται σε κέντησε η Σπανιόλα
ή το κορίτσι που χορεύει απάνω στο σκοινί:

Απάνου στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται
και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού.
Εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται
σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού.

Ο ναύτης ρίχνει τα χαρτιά κι ο θερμαστής το ζάρι
κι αυτός που φταίει και δε νογάει, παραπατάει λοξά.
Θυμήσου κείνο το στενό κινέζικο παζάρι
και το κορίτσι που ’κλαιγε πνιχτά μες στο ρικσά.

Κάτου από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη.
Πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου είπες «σ’ αγαπώ».
Αύριο, σαν τότε, και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι,
μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Dépôt.





ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

                                                  Στο Γιώργο Θεοτοκά


Έβραζε το κύμα του γαρμπή.
Ήμαστε σκυφτοί κ’ οι δυο στο χάρτη·
γύρισες και μου ’πες πως το Μάρτη
σ’ άλλους παραλλήλους θα ’χεις μπει.

Κούλικο στο στήθος σου τατού,
που όσο κι αν το καις δε λέει να σβήσει.
Είπαν πως την είχες αγαπήσει
σε μια κρίση μαύρου πυρετού.

Βάρδια πλάι σε κάβο φαλακρό
κι ο Σταυρός του Νότου με τα στράλια.
Κομπολόι κρατάς από κοράλλια
κι άκοπο μασάς καφέ πικρό.

Το Άλφα του Κενταύρου μια νυχτιά
με το παλινώριο πήρα κάτου.
Μου ’πες με φωνή ετοιμοθανάτου:
«Να φοβάσαι τ’ άστρα του Νοτιά».

Άλλοτε απ’ τον ίδιον ουρανό
έπαιρνες, τρεις μήνες στην αράδα,
με του καπετάνιου τη μιγάδα,
μάθημα πορείας νυχτερινό.

Σ’ ένα μαγαζί του Nossi Bé
πήρες το μαχαίρι, δυο σελλίνια,
μέρα μεσημέρι απά στη λίνια
ξάστραψε σα φάρου αναλαμπή.

Κάτου στις αχτές της Αφρικής
πάνε χρόνια τώρα που κοιμάσαι.
Τα φανάρια πια δεν τα θυμάσαι
και τ’ ωραίο γλυκό της Κυριακής.






ΛΥΧΝΟΣ ΤΟΥ ΑΛΑΔΔΙΝΟΥ

                                                  Στο Ν. Χατζηκυριάκο-Γκίκα


Την ανεξήγητη γραφή να λύσω πολεμώ
που σου χαράξαν πειρατές Κινέζοι στις λαγόνες.
Γυμνοί με ξύλινους φαλλούς τριγύρω απ’ το λαιμό,
μας σπρώχναν προς τη θάλασσα με τόξα οι Παταγόνες.

Κόκκαλο ρίξε στο σκυλί το μαύρο που αλυχτά
και στείλε την «φιγούρα» μας στον πειρατή ρεγάλο.
Πες μου, πού βρέθηκε η στεριά στου πέλαου τ’ ανοιχτά
και το δεντρί με το πουλί που κρώζει το μεγάλο;

Για το άστρο της Ανατολής κινήσαμε μικροί.
Πουλί, πουλάκι στεριανό, θάλασσα δε σου πρέπει!
Και σε που σε φυτέψαμε, παιδί, στο Κονακρί,
με γράμμα συμβουλευτικό της μάνας σου στην τσέπη.

Του ναύτη δος του στη στεριά κρεβάτι, και να πιει.
−Όλο τον κόσμο γύρισες, μα τίποτα δεν είδες…−
Μες στο μετάξι κρύβονταν της Ίντιας οι σκορπιοί
κ’ έφερνε ο αγέρας της νοτιάς στην πλώρη άμμο κι ακρίδες.

Σημάδι μαύρο απόμεινε κι ας έσπασε ο χαλκάς.
−Στην αγορά του Αλιτζεριού δεμένη να σε σύρω.−
Και πήδηξ’ ο μικρός θεός μια νύχτα, των Ινκάς,
στου Αιγαίου τα γαλανά νερά, δυο μίλια όξω απ’ τη Σκύρο.

Μεσάνυχτα και ταξιδεύεις δίχως πλευρικά!
Σκιάζεσαι μήπως στο γιαλό τα φώτα σε προδίνουν,
μα πρύμα πλώρα μόνη εσύ πατάς στοχαστικά,
κρατώντας στα χεράκια σου το λύχνο του Αναδδίνου.






Από τη συλλογή «Πούσι», εκδ. Άγρα, 1991. [Πρώτη έκδοση: Α. Καραβίας, 1947].
Στις εικόνες:
- Το εξώφυλλο της έκδοσης του 2010.
- Η προμετωπίδα του Γ. Τσαρούχη.
- Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης.
- Το εξώφυλλο της έκδοσης του 1991.